Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ποδίζω πο-δί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πόδι-σε, ποδί-σει, ποδίζ-οντας}: ΝΑΥΤ. στρέφω το σκάφος αντίθετα από την κατεύθυνση του ανέμου· κατ' επέκτ. αράζω σε απάνεμο όρμο λόγω άσχημου καιρού. ΑΝΤ. ορτσάρω [< μεσν. ποδίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.