Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • ποδόσφαιρο

    πο-δό-σφαι-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίρου}: ΑΘΛ. άθλημα στο οποίο συμμετέχουν δύο αντίπαλες ομάδες έντεκα παικτών και νικήτρια ανακηρύσσεται η ομάδα που θα πετύχει τα περισσότερα γκολ: γυναικείο/ερασιτεχνικό ~. Αγώνες/γήπεδο/πρωτάθλημα ~αίρου. Η ομορφιά του ~αίρου. ~ σάλας (: παίζεται με πέντε παίκτες από κάθε ομάδα). Τουρνουά μίνι ~αίρου (= μουντιαλίτο).|| Επιτραπέζιο ~ (= ποδοσφαιράκι). Βλ. ΟΠΑΠ.|| (μέθοδος ή τρόπος παιξίματος) Αμυντικό/επιθετικό/θεαματικό ~. Παίζει καλό ~. Πβ. Ο βασιλιάς των σπορ, η στρογγυλή θεά. ΣΥΝ. μπάλα (2), φούτμπολ ● ΣΥΜΠΛ.: ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο: σύστημα στο οποίο όλοι οι παίκτες μπορούν να παίξουν ως αμυντικοί, μέσοι ή επιθετικοί, αλλάζοντας θέσεις ανάλογα με την εξέλιξη του αγώνα. [< αγγλ. total football, 1978] ● ΦΡ.: πέντε επί πέντε βλ. πέντε [< αγγλ. football, γαλλ. ~, 1888]

  • ποδοσφαιρομάνα πο-δο-σφαι-ρο-μά-να ουσ. (θηλ.) (προφ.): για πόλη (σπάν. χώρα) που παραδοσιακά βγάζει ποδοσφαιριστές ταλέντα και έχει σπουδαίες ομάδες ποδοσφαίρου. Βλ. -μάνα, μπασκετομάνα.
  • ποδοσφαιροπατέρας πο-δο-σφαι-ρο-πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) (προφ.): παράγοντας που πατρονάρει τον χώρο του ποδοσφαίρου. Βλ. -πατέρας.
  • ποδοσφαιροποίηση πο-δο-σφαι-ρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (μειωτ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποδοσφαιροποιώ: ~ της πολιτικής ζωής. Βλ. χουλιγκανισμός, -ποίηση.
  • ποδοσφαιροποιώ [ποδοσφαιροποιῶ] πο-δο-σφαι-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ποδοσφαιροποι-εί, -ώντας | -ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (μειωτ.): μεταφέρω σε μια κατάσταση τις συνθήκες και τις συμπεριφορές που επικρατούν σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Βλ. -ποιώ.
  • ποδοσφαιρόφιλος , η, ο πο-δο-σφαι-ρό-φι-λος επίθ.: που του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο: ~ο: κοινό.|| (ως ουσ.) Φανατικός ~. Βλ. ποδοσφαιρόπληκτος, φίλαθλος, -φιλος.

-μάνα

-μάναβ' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~. 2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.

ΟΠΑΠ

ΟΠΑΠ1. (ο) Οργανισµός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου. 2. (η) Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας.

-πατέρας

-πατέρας{συνήθ. στον πληθ.} λεξικό επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο που 1. (αρνητ. συνυποδ.-μειωτ.) εμφανίζεται ως προστάτης: αγροτο~/αθλητο~/διαιτητο~/εθνο~/εργατο~/μαθητο~/φοιτητο~. 2. χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση ή ιδιότητα: κρασο~.|| Ψυχο~.

πέντε

πέντεπέ-ντε αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 5 ή το σύνολο πέντε μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν δύο. Τρία και δύο ίσον/κάνουν ~. ~ τοις εκατό (5%). Αναλογία ένα προς ~.|| (ως επίθ.) ~ κεφάλαια (του βιβλίου)/μέρες/μήνες/χρόνια. ~ εκατομμύρια/χιλιάδες ευρώ/κάτοικοι. Ανά/κάθε ~ ώρες ... 2. πέμπτος: στη σελίδα ~. Στις ~ του μηνός (= την πέμπτη μέρα). -Τι ώρα είναι; -~ ακριβώς. ● Ουσ.: πέντε (το) 1. ο ακέραιος αριθμός 5, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: Μέτρησα μέχρι το ~. Βάζω τον διακόπτη στο ~.|| (ως βαθμός:) Μου έβαλε/πήρα ~.|| Μένει στο ~ (: δωμάτιο ξενοδοχείου).|| (στην τράπουλα) Το ~ κούπα/μπαστούνι. 2. το 2005 ή το 1905: τον Αύγουστο του ~. 3. (+ στα/τα) η ηλικία των πέντε περίπου ετών: Έκλεισε/πάτησε τα ~. Είναι γύρω/κοντά στα ~. ● ΦΡ.: (στο) παρά πέντε & (στο) παραπέντε: την τελευταία στιγμή: Πρόλαβαν ~ ~. ΣΥΝ. στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ, πάρε πέντε (να μη σ' τα χρωστάω): όταν κάποιος μουντζώνει άλλον., πέντε επί πέντε & ποδόσφαιρο πέντε επί πέντε: ΑΘΛ. που παίζεται σε γήπεδο μικρότερων διαστάσεων από το κανονικό, ενώ κάθε ομάδα αποτελείται από πέντε παίκτες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα βλ. άνεμος [< αρχ. πέντε]

-ποιώ

-ποιώ(λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

χουλιγκανισμός

χουλιγκανισμόςχου-λι-γκα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ο τρόπος δράσης των χούλιγκαν: ποδοσφαιρικός ~. Έξαρση του ~ού. Κρούσματα ~ού. Προσπάθειες να αντιμετωπιστεί/καταπολεμηθεί ο ~ των γηπέδων. Εμπλέκεται σε ~ούς (= βανδαλισμούς). Βλ. βία, φανατισμός.|| (μτφ.) Πολιτικός ~. Βλ. ποδοσφαιροποίηση, τραμπουκισμός, -ισμός. [< αγγλ. hooliganism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.