Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ποικιλομορφία ποι-κι-λο-μορ-φί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ποικιλόμορφου, διαφορετικότητα: βιολογική/γλωσσική/πολιτιστική (βλ. αφομοίωση) ~. Σεβασμός στην ~ των απόψεων (πβ. πλουραλισμός). ~ στη χλωρίδα και την πανίδα (πβ. παραλλακτικότητα, βλ. βιοποικιλότητα). Πβ. ανομοιογένεια, ποικιλία, πολυμορφία. Βλ. -μορφία. ΑΝΤ. ομοιομορφία ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική ποικιλότητα/ποικιλομορφία βλ. γενετικός [< μτγν. ποικιλομορφία, γαλλ. diversité]

γενετικός

γενετικός, ή, ό γε-νε-τι-κός επίθ. 1. ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γενετική, τα γονίδια ή την κληρονομικότητα: ~ός: αλγόριθμος/(ανα)συνδυασμός/εκφυλισμός/έλεγχος/καθορισμός φύλου/μηχανισμός/παράγοντας/προγραμματισμός/τύπος. ~ή: αλληλεπίδραση/αλλοίωση/ανάλυση/βελτίωση (βλ. ευγονική)/διάγνωση/επιστήμη (= η Γενετική)/έρευνα/θεραπεία/ιατρική/προδιάθεση/τεχνολογία/χαρτογράφηση. ~ό: τεστ (βλ. Ντι-Εν-Έι τεστ)/υβρίδιο/υπόβαθρο. ~ές: διαφορές/μεταβολές/μεταλλάξεις/παράμετροι. ~ά: αίτια/δεδοµένα/ευρήματα/χαρακτηριστικά. Πβ. γονιδιακός. Βλ. βιο~, δια~, κυτταρο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ασθένειες. ~ά: ελαττώματα/νοσήματα/σύνδρομα. ΣΥΝ. κληρονομικός, συγγενής. 2. (επιστ.) που σχετίζεται με τη γένεση, την προέλευση: ~ή: μέθοδος. Βλ. εθνο~, ορο~, πετρο~.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. ● επίρρ.: γενετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική εξέλιξη & γενετική απόκλιση/εκτροπή/παρέκκλιση: ΒΙΟΛ. διακυμάνσεις στη συχνότητα εμφάνισης ενός γονιδίου από τη μία γενιά στην άλλη σε έναν μικρό, απομονωμένο πληθυσμό, που καθορίζει την απώλεια ή διατήρηση του συγκεκριμένου γονιδίου: ~ ~ του είδους. [< αγγλ. genetic drift, 1945] , γενετική ποικιλότητα/ποικιλομορφία: ΒΙΟΛ. διαφοροποίηση ανάμεσα σε άτομα ή και πληθυσμούς ενός είδους: προστασία της ~ής ~ας. Πβ. βιοποικιλότητα. Βλ. πολυμορφισμός., γενετική συμβουλευτική: ΙΑΤΡ. ενημέρωση μελλοντικών γονέων για τις στατιστικές πιθανότητες να κληρονομήσει το παιδί γενετικές νόσους, καθώς και για τη διάγνωση και θεραπεία τους. Βλ. προγεννητικός έλεγχος. [< αγγλ. genetic counseling, 1949] , γενετικό υλικό: ΒΙΟΛ. ο φορέας των γενετικών πληροφοριών (που μπορεί να περιέχονται στο DNA, στα γονίδια, στα χρωμοσώματα ή στο σύνολο του γονιδιώματος) ενός οργανισμού: ζωικό/φυτικό ~ ~. ~ ~ του ανθρώπου/του ιού/των κυττάρων/των μιτοχονδρίων. Ανάλυση/βελτίωση/έλεγχος/ταυτοποίηση/τράπεζα/χαρτογράφηση ~ού ~ού. Επέμβαση στο ~ ~., γενετικός δείκτης: ΒΙΟΛ. γονίδιο ή τμήμα DNA, του οποίου η θέση στο χρωμόσωμα είναι γνωστή και το οποίο σχετίζεται με συγκεκριμένο γενετικό χαρακτηριστικό· συνήθ. χρησιμοποιείται για την ανίχνευση κληρονομικών νόσων. [< αγγλ. genetic marker, 1969] , γενετικός κώδικας: ΒΙΟΧ. η αλληλουχία των νουκλεοτιδίων του DNA (ή του RNA) που καθορίζει την αλληλουχία των αμινοξέων στις πρωτεΐνες· βιοχημική βάση της κληρονομικότητας που είναι καθολική για όλους τους οργανισμούς. [< αγγλ. genetic code, 1961] , γενετικός/γονιδιακός χάρτης: ΒΙΟΛ. απεικόνιση της θέσης και της διάταξης των γονιδίων στα χρωμοσώματα: ~ ~ ασθενειών. Το 2003 ολοκληρώθηκε ο ~ ~ του ανθρώπου. Βλ. γονιδίωμα. [< αγγλ. genetic map, 1957] , γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος βλ. τροποποιώ, γενετική μηχανική βλ. μηχανική, γενετική πληροφορία βλ. πληροφορία, γενετική ποικιλία βλ. ποικιλία, γενετική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, γενετική/συγγενής ανωμαλία βλ. ανωμαλία, γενετική-μετασχηματιστική γραμματική βλ. γραμματική, γενετικό αποτύπωμα/αποτύπωμα DNA βλ. αποτύπωμα, γενετικοί πόροι βλ. πόρος, γονιδιακή/γενετική δεξαμενή βλ. δεξαμενή, τράπεζα γενετικού υλικού βλ. τράπεζα [< γαλλ. génétique, αγγλ. genetic, 1908]

-μορφία

-μορφία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ομοιότητα, κυρ. εξωτερική: τερατο~. 2. χαρακτηριστικό: (αν)ομοιο~/δυσ~/ιδιο~/πολυ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.