Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολίχνη πο-λί-χνη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): μικρή πόλη: αρχαία/γραφική ~. Βλ. κώμη. ΣΥΝ. πόλισμα [< αρχ. πολίχνη]

κώμη

κώμη κώ-μη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): μεγάλο χωριό, κυρ. για την Αρχαιότητα ή τον Μεσαίωνα: αρχαία ~. Πβ. κωμόπολη. Βλ. πολίχνη. [< αρχ. κώμη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.