Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολεμικός , ή, ό πο-λε-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πόλεμο: ~ός: ανταποκριτής/στόλος/χορός. ~ή: αντιπαράθεση/αποστολή/βιομηχανία/διάθεση/δράση/εκστρατεία/εμπλοκή/επέμβαση/επίθεση/ετοιμότητα/ζώνη (= εμπόλεμη)/ήττα/κραυγή (= ιαχή)/σημαία/σύγκρουση/σύρραξη/ταινία. ~ό: ανακοινωθέν/μουσείο/υλικό (: όπλα και πυρομαχικά). ~ές: δαπάνες/ενέργειες/επιχειρήσεις/προετοιμασίες. ~ά: αεροσκάφη (: μιράζ, φάντομ)/γεγονότα/μέσα/όπλα/παιχνίδια/πλοία/σενάρια/συστήματα/σχέδια. Σε ~ές περιόδους. Πβ. πολεμιστήριος. Βλ. μαχητ-, στρατιωτ-ικός, προ~, ψυχρο~.|| ~οί: λαοί (= εμπειρο-, φιλο-πόλεμοι).|| (μτφ.) ~ή: ατμόσφαιρα (= εχθρική). ΑΝΤ. ειρηνικός (1) ● Ουσ.: πολεμικό (το): ενν. πλοίο: εχθρικό ~. ● επίρρ.: πολεμικά ● ΣΥΜΠΛ.: πολεμικός σταυρός: παράσημο σε σχήμα σταυρού που απονέμεται σε στρατιώτες, οι οποίοι διακρίθηκαν στον πόλεμο: γαλλικός/ελληνικός ~ ~. Για τη δράση του τιμήθηκε με τον ~ό ~ό Α'/Β'/Γ΄ Τάξεως., πολεμικές αποζημιώσεις βλ. αποζημίωση, πολεμικές τέχνες βλ. τέχνη, Πολεμική Αεροπορία βλ. αεροπορία, πολεμική μηχανή βλ. μηχανή, πολεμική/τιμητική διαθεσιμότητα βλ. διαθεσιμότητα, Πολεμικό Ναυτικό βλ. ναυτικό, πολεμικό παίγνιο βλ. παίγνιο, χημικά/πολεμικά αέρια βλ. αέριο [< αρχ. πολεμικός, γαλλ. polémique, αγγλ. polemic]

αέριο

αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]

αεροπορία

αεροπορία [ἀεροπορία] α-ε-ρο-πο-ρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α): οτιδήποτε αφορά τη μετακίνηση με αεροσκάφη και το σύνολο των τεχνικών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή ή τη λειτουργία τους: μαχητική/ναυτική/στρατιωτική ~. Υπηρεσία Πολιτικής ~ας. Βλ. αεροπλοΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: Πολεμική Αεροπορία (ακρ. ΠΑ) & Αεροπορία: κλάδος των (ελληνικών) ΕΔ, με αποστολή την αποτροπή των επιθέσεων από αέρος, τη διεξαγωγή αεροπορικών επιχειρήσεων, τη διασφάλιση της αεράμυνας της χώρας και την παροχή αεροπορικής προστασίας: Αξιωματικός της ~ής ~ας (βλ. ανθυπασπιστής, πτέραρχος, σμηναγός, σμήναρχος, σμηνίας, σμηνίτης). Σχολές της ~ής ~ας (: ΣΙ, ΣΙΡ, ΣΜΑ, ΣΤΥΑ, ΣΥΔ). Στολές της ~ής ~ας. Η κοινωνική προσφορά της ~ής ~ας (: αεροπυρόσβεση, αεροδιακομιδές, έρευνα-διάσωση). Βλ. ΑΑΥΕ, ΑΤΑ, ΓΝΑ, ΔΑΕ, ΔΑΥ, ΚΕΑ, ΠΕΑ, ΣΠΑ, ΤΑΑ, ΤΑΣΑ, αερονομία.|| Γενικό Επιτελείο/Μετοχικό Ταμείο ~ας. Αρχηγείο Τακτικής ~ας. Κατατάχθηκε/υπηρετεί τη θητεία του στην ~. [< αγγλ. Air Force, 1917] ● ΦΡ.: υπέρ της αεροπορίας (παλαιότ.-ειρων.): για χρήματα που δίνονται χωρίς να γίνει έργο ή χωρίς να ξέρει κανείς τον σκοπό καταβολής τους. [< μεσν. αεροπορία 'πορεία στον αέρα', γαλλ. aviation]

αποζημίωση

αποζημίωση [ἀποζημίωση] α-πο-ζη-μί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. χρηματική αποκατάσταση ζημίας: άμεση/αντισταθμιστική/γενική/ελάχιστη/εξισωτική/μερική/νόμιμη/οικονομική/πάγια/πλήρης/προσωρινή ~. ~ εργάτη για ατύχημα. ~ για ψυχική οδύνη. ~ λόγω απαλλοτρίωσης/απόλυσης. ~ από ασφαλιστική εταιρεία/το Δημόσιο. ~ στο ακέραιο. Παροχή/χορήγηση ~ης. ~ώσεις παραγωγών για τις καταστροφές των καλλιεργειών. Απαιτώ/διεκδικώ/δικαιούμαι/δίνω/ζητώ/καταβάλλω/λαμβάνω/παίρνω/πληρώνω ~. Το δικαστήριο όρισε ~ ύψους ... ευρώ.|| (για κάλυψη εξόδων παράστασης) Χιλιομετρική ~ υπαλλήλων μετακινούμενων εκτός έδρας. 2. (μτφ.) ανταμοιβή, συνήθ. ηθική, ως αντιστάθμισμα για δοκιμασία: Η αναγνώριση του έργου μας ήταν η καλύτερη ~ για τις θυσίες/τους κόπους μας. Πβ. αμοιβή, δικαίωση, επιβράβευση, ικανοποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική αποζημίωση: ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους βουλευτές έναντι μισθού., ηθική αποζημίωση: ΝΟΜ. που δίνεται για ηθική βλάβη: ~ ~ για δυσφήμιση/προσβολή της προσωπικότητας/συκοφαντία. Βλ. υλική αποζημίωση., πολεμικές αποζημιώσεις & πολεμικές επανορθώσεις: ποσό που καταβάλλεται μετά το τέλος του πολέμου από την πλευρά του ηττημένου στον νικητή για τις προκληθείσες ζημίες, υλικές και ηθικές: δυσβάσταχτες/τεράστιες/υπέρογκες ~ ~. [< γαλλ. réparations de guerre] ● ΦΡ.: αποζημίωση εκτός έδρας: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον, όταν για υπηρεσιακούς ή επαγγελματικούς λόγους αναγκάζεται να βρεθεί εκτός της περιοχής όπου μένει και εργάζεται: (ημερήσια) ~ ~ στρατιωτικού προσωπικού/υπαλλήλων του Δημοσίου. Βλ. οδοιπορικά. [< γαλλ. dédommagement]

διαθεσιμότητα

διαθεσιμότητα δι-α-θε-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προσωρινή παύση υπαλλήλου ή αξιωματικού από την υπηρεσία του: προσυνταξιοδοτική ~. Θέση σε ~. Τέθηκε σε ~ λόγω ασθένειας. Βλ. απόλυση, απομάκρυνση. 2. δυνατότητα διάθεσης ή χρήσης: ~ δικτύου/προϊόντων/υπηρεσιών. Έλεγχος ~ας. Κρατήσεις γίνονται κατόπιν ~ας του ξενοδοχείου (: εφόσον έχει διαθέσιμα δωμάτια). Ο ιστοχώρος βρίσκεται εκτός ~ας. Βλ. βιο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: πολεμική/τιμητική διαθεσιμότητα: ΣΤΡΑΤ. αποστράτευση αξιωματικού από την υπηρεσία λόγω τραυματισμού, με πλήρεις αποδοχές και κανονική προαγωγή. [< γαλλ. disponibilité]

μηχανή

μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]

ναυτικό

ναυτικό ναυ-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΝΑΥΤ. ο στόλος μιας χώρας: το Ελληνικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Εμπορικό Ναυτικό (ΕΝ): εμπορική ναυτιλία: Ακαδημία (ακρ. ΑΕΝ)/Σχολές (του) ~ού ~ού. Αξιωματικός/Μηχανικός/Πλοίαρχος (του) ~ού ~ού., Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) & (προφ.) Ναυτικό: το σύνολο των ναυτικών και αεροναυτικών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας· ειδικότ. ο συγκεκριμένος κλάδος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων: αξιωματικοί (: ναύαρχος, αντι-, υπο-ναύαρχος, αρχιπλοίαρχος, πλοίαρχος, αντιπλοίαρχος, πλωτάρχης, υποπλοίαρχος, ανθυποπλοίαρχος, σημαιοφόρος, ανθυπασπιστής)/υπαξιωματικοί (: αρχι-, επι-κελευστής, κελευστής, δίοπος) του ~ού ~ού. Πλοία του ~ού ~ού (βλ. αεροπλανοφόρο, αποβατικό, αρματ-, οχηματ-αγωγό, κορβέτα, φρεγάτα).|| Κατατάχτηκε/υπηρέτησε (τη θητεία του) στο ~ ~. Βλ. πεζικό. [< αρχ. ναυτικόν]

παίγνιο

παίγνιο παί-γνι-ο ουσ. (ουδ.) {παιγνί-ου} 1. (λόγ.) παιχνίδι: τυχερά ~α. Βλ. χαρτο~. 2. (μτφ.) έρμαιο. Πβ. άθυρμα, ανδρείκελο, πιόνι, υποχείριο. ● ΣΥΜΠΛ.: θεωρία (των) παιγνίων: ΜΑΘ. μαθηματική μέθοδος που ασχολείται µε τη λήψη αποφάσεων σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, ώστε να προσδιοριστεί ο καλύτερος τρόπος δράσης σε περιπτώσεις κυρ. πολιτικού, οικονομικού ή στρατιωτικού σχεδιασμού. Βλ. Θεωρία (των) Πιθανοτήτων. [< αγγλ. game theory, 1945] , πολεμικό παίγνιο: ΣΤΡΑΤ. προσομοίωση στρατιωτικής επιχείρησης με δύο ή περισσότερες αντίπαλες δυνάμεις ως άσκηση τακτικής των Ενόπλων Δυνάμεων. [< αγγλ. war game] [< αρχ. παίγνιον]

τέχνη

τέχνη τέ-χνη ουσ. (θηλ.) {τεχν-ών} 1. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) το σύνολο των δημιουργικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου που στοχεύουν στην έκφραση ενός αισθητικού ιδεώδους· ειδικότ. η αισθητική αξία ενός έργου: διαδραστική/παιδική ~. Αίθουσα/αντικείμενα/βιβλιοθήκη/γκαλερί/είδη/εργαστήριο/ίδρυμα/χώρος ~ης. Θεωρητικός/κριτικός (= τεχνοκριτικός) της ~ης. Ιστορία/Κοινωνιολογία/Παιδαγωγική/Φιλοσοφία της ~ης. Η ελευθερία/οι νόμοι της ~ης. Προώθηση της ~ης. Θεραπεία μέσα από την ~.|| (για καλλιτέχνη) Βρίσκεται στην πρωτοπορία της ~ης. Ασχολείται με/υπηρετεί την ~. Κάνει ~.|| Γλυπτό απαράμιλλης ~ης. Πβ. καλλιτεχνία. Βλ. κυβερνο~, φιλοτεχνία. 2. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) καθεμία από τις μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας: επιστήμες της ~ης. Η γλυπτική/δραματική/ζωγραφική/μουσική/ποιητική/ψηφιακή ~. Η ~ του θεάτρου/του χορού. Η ~ του δρόμου (βλ. γκράφιτι). Αναπαραστατικές ~ες. Κέντρο ~ών και Πολιτισμού. Τμήμα ~ών, Ήχου και Εικόνας.|| (συνεκδ. καλλιτέχνημα:) ~ από πηλό/χαρτί. 3. το σύνολο των καλλιτεχνικών έργων μιας περιόδου, μιας σχολής, ενός πολιτισμού ή ενός δημιουργού: η αρχαία ελληνική/ασιατική/βυζαντινή/δυτική/εκκλησιαστική/κλασική/κυκλαδική/παραδοσιακή/ρωμαϊκή/χριστιανική ~. Η ~ του 19ου αι./της ιταλικής Αναγέννησης/του μπαρόκ.|| Αντιπροσωπευτικά δείγματα της ~ης του ...|| (συνεκδ. εκφραστικοί τρόποι, τεχνοτροπία:) Η μοναδικότητα της ~ης ενός ζωγράφου. Βλ. αρ νουβό, αρ ντεκό. 4. ικανότητα, επιδεξιότητα: Δουλεύει με (πολλή) ~ τον πηλό. Η μαγειρική θέλει ~. Πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά.|| Η ~ της αφήγησης. Κατέχει την ~ του λόγου.|| H ~ της γοητείας/του έρωτα/της ζωής. Η ~ (του) να αγαπάς/να επικοινωνείς. Πβ. ταλέντο. 5. το σύνολο των γνώσεων, αρχών και κανόνων που διέπουν ένα συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας· ειδικότ. χειρωνακτικό επάγγελμα: γραμματική/ιατρική/ναυπηγική/ρητορική/συγγραφική ~. Η ~ της διαφήμισης. Η ~ των αρωμάτων.|| Ζαχαροπλαστική/κομμωτική/μαγειρική/τυπογραφική ~. Η ~ του επίπλου/του κοσμήματος. Η ~ του κτίστη/του ξυλουργού/του υποδηματοποιού (βλ. τεχνίτης). Δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της ~ης του. Εξασκεί την ~ του γυαλιού (βλ. υαλουργός).|| (μτφ.) Έχει αναγάγει την απάτη σε ~. 6. (σπάν.) τέχνασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ρεύμα του 20ού αι. στη ζωγραφική και τη γλυπτική, που δεν ενδιαφέρεται για την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. [< γαλλ. art abstrait, 1932] , ελευθέριες τέχνες: (στην αρχαιότητα και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση του Μεσαίωνα) η γραμματική, η διαλεκτική, η ρητορική, η μουσική, η αριθμητική, η γεωμετρία και η αστρονομία, σε αντίθεση προς τις μηχανικές (χειρωνακτικές) τέχνες. [< γαλλ. arts libéraux] , έργο τέχνης: δημιούργημα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας και κατ' επέκτ. οτιδήποτε χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αισθητική ποιότητα: γνήσιο/πρωτότυπο/συλλεκτικό ~ ~. Ζωγραφικά ~α ~. Αγορά/αποκατάσταση/ασφάλιση/δημοπρασία/διακίνηση/εκτιμητής/εμπορία/κλοπή/πλειστηριασμός/συλλογή/συντήρηση/ψηφιοποίηση ~ων ~. Πβ. κομψοτέχνημα. [< γαλλ. oeuvre d'art] , Καλές Τέχνες: αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, χορός, ποίηση, κινηματογράφος: Ανωτάτη Σχολή ~ών ~ών. [< γαλλ. beaux arts] , μοντέρνα τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική δημιουργία του 19ου και του 20ού αι. (περ. έως το 1970), που χαρακτηρίζεται από τον πειραματισμό με νέες τεχνικές και μέσα, χωρίς να δίνεται σημασία στην ακριβή αναπαράσταση των αντικειμένων. Βλ. εξπρεσιον-, ιμπρεσιον-, κυβ-, υπερρεαλ-ισμός. [< γαλλ. art moderne] , παραστατικές τέχνες: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που αναπαριστούν την πραγματικότητα και προορίζονται για παράσταση (θέατρο, μουσική, τραγούδι, χορός). [< αγγλ. performing arts, 1946] , πολεμικές τέχνες: μορφές αυτοάμυνας ή μάχης με αντίπαλο, που έχουν ασιατική προέλευση και συχνά εξασκούνται και ως αθλήματα. Bλ. αϊκίντο, ζίου ζίτσου, καράτε, κουνγκ φου, ταεκβοντό, τάι τσι, τζούντο. [< αγγλ. martial arts, 1933] , σύγχρονη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική παραγωγή από τα τέλη του 20ού αι. κ. εξ.: Μουσείο Μοντέρνας και ~ης ~ης., άμορφη τέχνη βλ. άμορφος, γεωμετρική τέχνη βλ. γεωμετρικός, Γράμματα και Τέχνες βλ. γράμμα, γραφικές τέχνες βλ. γραφικός, εικαστικές τέχνες βλ. εικαστικός, εννοιολογική τέχνη βλ. εννοιολογικός, εφαρμοσμένες/διακοσμητικές τέχνες βλ. εφαρμοσμένος, η έβδομη τέχνη βλ. έβδομος, η ένατη τέχνη βλ. ένατος, η όγδοη τέχνη βλ. όγδοος, η τέχνη της φυγής βλ. φυγή, ιερή τέχνη βλ. ιερός, κινητική τέχνη βλ. κινητικός, λαϊκή τέχνη βλ. λαϊκός, μηχανική τέχνη βλ. μηχανικός, πλαστικές τέχνες βλ. πλαστικός, ρομανική τέχνη βλ. ρομανικός, στρατευμένη τέχνη βλ. στρατευμένος ● ΦΡ.: η τέχνη για την τέχνη: δόγμα που θεωρεί την τέχνη αυτόνομη αισθητική αξία, χωρίς καμία ηθική, κοινωνική ή πολιτική σκοπιμότητα: ~ ~, αλλιώς η τέχνη ως αυτοσκοπός. ΣΥΝ. αισθητισμός [< γαλλ. l' art pour l' art] , μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) (παροιμ.): για να δηλωθεί η σημασία της απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων, ως χρήσιμων εφοδίων στη ζωή., παλιά μου τέχνη κόσκινο βλ. κόσκινο, πενία τέχνας κατεργάζεται βλ. πενία [< αρχ. τέχνη ‘χειρονακτική ικανότητα, δραστηριότητα, επιδεξιότητα, πλεκτάνη’, γαλλ.-αγγλ. art]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.