Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολιτεύομαι πο-λι-τεύ-ο-μαι ρ. (αμτβ.) {πολιτεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε} 1. αναλαμβάνω ενεργή πολιτική δράση, ασχολούμαι με τα κοινά, με στόχο την εκλογή μου σε κάποιο δημόσιο αξίωμα: ~τηκε νέος και μάλιστα εκλέχθηκε δήμαρχος. 2. συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο: ~εται με σοφία και φρόνηση. ● Μτχ.: πολιτευόμενος , η, ο: που θέτει υποψηφιότητα, συνήθ. για βουλευτής. Πβ. πολιτευτής. [< αρχ. πολιτεύομαι ‘ζω ως ελεύθερος πολίτης, συμμετέχω στην πολιτική ζωή’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.