αγροτικός, ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: αποζημιώσεις/εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]
δημοσιονομικός, ή, ό δη-μο-σι-ο-νο-μι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη δημοσιονομία: ~ός: εκτροχιασμός/έλεγχος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: διαχείριση/διοίκηση/έκθεση/εξυγίανση/λιτότητα/πειθαρχία/προσαρμογή/σταθερότητα. ~ό: κόστος/περιθώριο/πρόβλημα/χρέος. ~οί: δείκτες/στόχοι. ~ές: διατάξεις. ~ά: μεγέθη/μέτρα/στοιχεία.|| (ως ουσ.) Τα ~ά (= δημόσια οικονομικά) της χώρας. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσιονομική πολιτική: ρύθμιση των δημόσιων δαπανών και της φορολόγησης, με στόχο την επίτευξη σταθερού επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, την καταπολέμηση της ανεργίας και του πληθωρισμού: αυστηρή/επεκτατική/περιοριστική/χαλαρή ~ ~. Βλ. νομισματική πολιτική., Δημοσιονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. κανόνες που διέπουν τον τρόπο απόκτησης και διαχείρισης των αναγκαίων οικονομικών μέσων ενός κράτους για την άσκηση της δημοσιονομικής του πολιτικής., δημοσιονομικό έλλειμμα: οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο τα δημόσια έξοδα μιας χώρας υπερβαίνουν τα έσοδά της: διαρθρωτικό ~ ~.
εισοδηματικός, ή, ό [εἰσοδηματικός] ει-σο-δη-μα-τι-κός επίθ. (επίσ.): που αναφέρεται στα εισοδήματα: ~ή: ανισότητα/κατάσταση. ~ό: κλιμάκιο/όριο. ~ές: απώλειες/διεκδικήσεις/πηγές. ~ά: κριτήρια/στρώματα. ● επίρρ.: εισοδηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: χαμηλές και μεσαίες ~ τάξεις. ● ΣΥΜΠΛ.: εισοδηματική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. σύνολο μέτρων και ενεργειών του κράτους με τα οποία καθορίζεται το ύψος των τιμών, των μισθών και των συντάξεων, με σκοπό κυρ. τον έλεγχο του πληθωρισμού. Βλ. οικονομική πολιτική. [< αγγλ. incomes policy, 1965]
επικοινωνία[ἐπικοινωνία] ε-πι-κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {επικοινωνι-ών} 1. διαδικασία ανταλλαγής (μετάδοσης-λήψης) μηνυμάτων (πληροφοριών, σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων) ανάμεσα σε έναν πομπό και έναν δέκτη, με τη χρήση ενός κώδικα, δηλ. ενός συστήματος συμβόλων, όπως λέξεις, μουσική, σήματα, χειρονομίες, νεύματα, εκφράσεις του προσώπου: άμεση (: χωρίς μεσολάβηση ή γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση)/ανοιχτή/απευθείας/διαδικτυακή/μαζική (: με απεριόριστους αποδέκτες, πχ. μέσω της τέχνης, της διαφήμισης, των ΜΜΕ)/ταχυδρομική ~. Διά ζώσης/ζωντανή ~. Γλωσσική/γραπτή/νοηματική/προφορική ~. Διάλογος και ~ (πβ. συζήτηση). Μορφές ~ας. Τηλέφωνο ~ας. Έχω ~ με τον ... Βρίσκομαι/είμαι/έρχομαι/παραμένω σε ~ με κάποιον (= επικοινωνώ). O πύργος ελέγχου έχασε την ~ με το αεροπλάνο.|| Θεωρία της ~ας. Τμήμα ~ας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πολιτική ~ (: κλάδος που μελετά τη χρήση της πληροφορίας για την προώθηση πολιτικών στόχων). 2. ΤΗΛΕΠ. (ειδικότ.) τηλεπικοινωνία: απρόσκοπτη/ασύρματη/ενσύρματη/τηλεφωνική ~. Διαδικτυακή/ηλεκτρονική ~ (: ιμέιλ, μπλογκ). Ανοιχτές γραμμές/δίκτυο/θύρα (βλ. USB)/συστήματα ~ας. Λίστα/φόρμα ~ας. Βλ. ενδο~, ραδιο~, τηλεματική. 3. επαφή, σχέση, αλληλεπίδραση· συνεννόηση: αμοιβαία/ανθρώπινη/διαπολιτισμική/διαπροσωπική/ελεύθερη/ερωτική/πνευματική/συναισθηματική/ψυχική ~. ~ μεταξύ γονέων και παιδιών/συζύγων. Του απαγόρευσαν κάθε ~ με τον έξω κόσμο. Βλ. ανατροφοδότηση, διάδραση.|| Αδυναμία/απουσία/δυσκολία/πρόβλημα ~ας. Έλλειψη ~ας ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές (= χάσμα γενεών). Έχουν κοινή γλώσσα ~ας (: ταιριάζουν). ΑΝΤ. ασυνεννοησία. 4. (μτφ.) σύνδεση μεταξύ χώρων, τόπων: ~ δύο ηπείρων/πόλεων. Η ~ με πολλά ορεινά χωριά διακόπηκε εξαιτίας των χιονοπτώσεων. Βλ. μετακίνηση, μεταφορά, συγκοινωνία. ● επικοινωνίες (οι) (συνεκδ.): ΤΗΛΕΠ. το σύνολο των τεχνολογικών κυρ. μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται η ανταλλαγή μηνύματων: δορυφορικές/κινητές/στρατιωτικές/ψηφιακές ~. Τμήμα Πληροφορικής και ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική επικοινωνία: η μετάδοση ενός μηνύματος με οπτικά μέσα., πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας & επικοινωνιακή πολιτική/στρατηγική: σχεδιασμός που στοχεύει στη διαμόρφωση και προώθηση μηνύματος ή της δημόσιας εικόνας κάποιου: ~ ~ επιχείρησης/κόμματος/οργανισμού/τηλεοπτικού καναλιού. [< γαλλ. politique/stratégie de communication] , σύμβουλος επικοινωνίας & επικοινωνιακός σύμβουλος: επαγγελματίας που ασχολείται με την πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας: ~ ~ και διαφήμισης/οργάνωσης. ~ ~ και δημοσίων σχέσεων. [< αγγλ. communication consultant] , αμφίδρομη επικοινωνία βλ. αμφίδρομος, ασύγχρονη επικοινωνία βλ. ασύγχρονος, γέφυρα επικοινωνίας βλ. γέφυρα, δίαυλος επικοινωνίας βλ. δίαυλος, δικαίωμα επικοινωνίας βλ. δικαίωμα, εβδομάδα επικοινωνίας βλ. εβδομάδα, λεκτική επικοινωνία βλ. λεκτικός, Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας βλ. μέσο, μέσο επικοινωνίας βλ. μέσο, μονόδρομη επικοινωνία βλ. μονόδρομος, σύγχρονη επικοινωνία βλ. σύγχρονος, Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας/Επικοινωνιών βλ. πληροφορία, φατική επικοινωνία/επαφή βλ. φατικός, χορηγός επικοινωνίας βλ. χορηγός [< πβ. αρχ. ἐπικοινωνία ‘αμοιβαία σχέση, συμμετοχή’, γαλλ.-αγγλ. communication]
θύραθύ-ρα ουσ. (θηλ.) {θυρ-ών} 1. (λόγ.) πόρτα: ξύλινη ~. Μονόφυλλη/δίφυλλη ~. Συρόμενες ~ες. ~ες πυροπροστασίας. Πλαίσια ~ών (πβ. θύρωμα). Βλ. εξώθυρα. 2. είσοδος γηπέδου· συνεκδ. η αντίστοιχη εξέδρα ή (με κεφαλ. Θ και συγκεκριμένο αριθμό) ο σύνδεσμος οργανωμένων οπαδών που συχνάζουν στη συγκεκριμένη κερκίδα του γηπέδου της αγαπημένης τους ομάδας: εκδοτήριο ~ας. 3. ΠΛΗΡΟΦ. πρίζα στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας υπολογιστή, στην οποία συνδέεται το καλώδιο περιφερειακής συσκευής· πύλη: ενσωματωμένη/σειριακή ~. ~ γραφικών/εισόδου ήχου/εξόδου οθόνης/επέκτασης/ποντικιού/υπερύθρων. Απενεργοποίηση ~ας. Σύνδεση στη ~ USB.|| Δικτυακή ~ (επικοινωνίας). Πβ. χαμπ. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλη θύρα: ΤΕΧΝΟΛ. προσαρμοστικό κύκλωμα για παράλληλη είσοδο ή/και έξοδο δεδομένων σε υπολογιστή ή περιφερειακή συσκευή: ~ ~ εκτυπωτή., πολιτική ανοιχτών θυρών: ύπαρξη ίσων ευκαιριών για τους πολίτες ή τα αγαθά που προέρχονται από άλλες χώρες, εντός των συνόρων χώρας ή των ορίων γεωγραφικής περιοχής: ~ ~ απέναντι στους μετανάστες.|| (κατ' επέκτ.) Το κόμμα ακολουθεί ~ ~ απέναντι στα άλλα κόμματα. [< γαλλ. doctrine de la porte ouverte] ● ΦΡ.: επί θύραις/προ των θυρών (λόγ.): για κάτι που πρόκειται να συμβεί σύντομα: Οι εκλογές/ο εχθρός είναι ~ ~. ~ ~ (βρίσκεται) η επανέναρξη του διαλόγου. Πβ. προ των πυλών., κεκλεισμένων των θυρών βλ. κεκλεισμένος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω [< 1: αρχ. θύρα 2: αγγλ. gate 3: αγγλ. portal, 1990]
κανονιοφόροςκα-νο-νι-ο-φό-ρος ουσ. (θηλ.): μικρό πολεμικό πλοίο εξοπλισμένο με πυροβόλα όπλα. Βλ. θωρηκτό, πυραυλάκατος, φρεγάτα, -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: πολιτική/διπλωματία των κανονιοφόρων: πολιτική εκφοβισμού που ασκείται από ένα κράτος σε άλλο, με επίδειξη της στρατιωτικής του ισχύος ή/και με απειλή πολεμικής σύρραξης. [< αγγλ. gunboat policy, ~ diplomacy, 1927] [< γαλλ. canonnière]
κοινάκοι-νά ουσ. (ουδ.) (τα): θέματα που αφορούν τον δημόσιο βίο σε πολιτικό κυρ. επίπεδο: ανάμειξη των πολιτών στα ~. Ενασχόληση με τα ~. Πβ. δημόσια πράγματα. [< αρχ. κοινά]
μεθόδευσημε-θό-δευ-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεθοδεύω: αντεργατικές/αντιδημοκρατικές/κυβερνητικές ~εύσεις. Καταγγελίες για (παράνομες) ~εύσεις σε διαγωνισμούς. (Απαράδεκτη) ~ για κλείσιμο της υπόθεσης.|| ~ της διδασκαλίας. Πβ. προγραμματισμός, σχέδιο. [< μεσν. μεθόδευσις 'μέτρο']
νομισματικός, ή, ό νο-μι-σμα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα νομίσματα: (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: ανάλυση/αστάθεια/ενοποίηση (: στην Ευρωπαϊκή Ένωση)/ισορροπία/ισοτιμία/κυκλοφορία/σταθερότητα. ~ό: απόθεμα (: η ποσότητα χρυσού και συναλλάγματος που διατηρείται στην Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας)/καθεστώς. ~ά: θέματα/μέτρα/Οικονομικά/στοιχεία. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις. Οι ~ές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρωζώνη. Βλ. συναλλαγματ-, τραπεζ-, χρηματ-ικός.|| ~ή: συλλογή. ● ΣΥΜΠΛ.: νομισματικά εξισωτικά ποσά: ΟΙΚΟΝ. δασμοί που επιβάλλονται σε εισαγόμενα (αγροτικά) προϊόντα. [< αγγλ. monetary compensatory amounts] , νομισματικά μεγέθη: ΟΙΚΟΝ. βασικές μονάδες μέτρησης του χρήματος σε κυκλοφορία και της ρευστότητας που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη της οικονομικής ανάπτυξης. [< αγγλ. monetary aggregates, 1946] , νομισματική κρίση: ΟΙΚΟΝ. ύφεση που οφείλεται στην αδυναμία μιας χώρας να εκδώσει νόμισμα, παρά τις ανάγκες της, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συναλλαγματικής αβεβαιότητας., νομισματική μονάδα: ΟΙΚΟΝ. νόμισμα που έχει θεσπιστεί από ένα κράτος ή σύνολο κρατών ως βάση πληρωμών και συναλλαγών (π.χ. γιεν, δηνάριο, δολάριο, ευρώ, λίρα, ρούβλι, στερλίνα, φράγκο): εθνική/κοινή ~ ~., νομισματική πολιτική : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Κυβέρνηση κάθε χώρας και καθορίζουν την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά, το ύψος των επιτοκίων και την αξία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. [< αγγλ. monetary policy, 1936] , νομισματικό σύστημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν την αξία, έκδοση, κυκλοφορία και μετατρεψιμότητα ενός νομίσματος: διεθνές/εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλ. ταμείο, νομισματική ζώνη βλ. ζώνη, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση [< μεσν. νομισματικός 'χρηματικός', γαλλ. monétaire, numismatique]
οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]
υψηλός, ή, ό [ὑψηλός] υ-ψη-λός επίθ. {υψηλότ-ερος, -ατος} 1. που είναι ανώτερος από το συνηθισμένο ή το κανονικό ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, τη βαθμίδα, την ένταση ή την ποιότητα σε μία κλίμακα ιεραρχίας: ~ός: δείκτης νοημοσύνης/ρυθμός ανάπτυξης. ~ή: ακτινοβολία/απόδοση/βαθμολογία/στάθμη (εξόδου/θορύβου)/τηλεθέαση/τοξικότητα. ~ό: εισόδημα/επιτόκιο/ποσοστό. ~ές: βάσεις (εισαγωγής στα ΑΕΙ)/δόσεις (δανείου)/επιδόσεις/θερμοκρασίες/στροφές (: στο αυτοκίνητο)/τιμές (πβ. ακριβός, βλ. φτηνός). ~ά: κέρδη. Γραμμές/πυλώνες ~ής τάσης. Γεννήτριες/ρεύμα ~ής συχνότητας. Τρόφιμα με ~ή περιεκτικότητα σε βιταμίνες/θερμίδες. Αυτοκίνητο ~ού κυβισμού. (Κάτι) κυμαίνεται σε ~ά επίπεδα. Έχει ~ή μυωπία/πίεση/~ό αιματοκρίτη/σάκχαρο. Παρουσίασε ~ό πυρετό. Πβ. μεγάλος.|| Κατέχει ~ή θέση στην επιχείρηση.|| Άνθρωπος με ~ό αίσθημα ευθύνης (= ευσυνείδητος, πολύ υπεύθυνος). Η συζήτηση κινήθηκε σε ~ούς τόνους (πβ. έντονος).|| ~ή: κομμωτική/ποίηση/τέχνη. ~ό: βιοτικό επίπεδο. Παράσταση ~ού επιπέδου. Πβ. ανώτερος.|| (ΜΟΥΣ.) (για ήχο με μεγάλο τονικό ύψος:) ~ές: νότες/περιοχές συχνοτήτων. ΣΥΝ. ψηλός (3) ΑΝΤ. χαμηλός (2) 2. που έχει σημαντική κοινωνική ή πολιτική θέση ή κύρος: ~ή: αριστοκρατία. ~οί: προσκεκλημένοι. ~ά: πρόσωπα.|| (κατ' επέκτ.) ~ές: επαφές (= ~ού επιπέδου/(εμφατ.) σε ~ατο επίπεδο). 3. (μτφ.) που έχει μεγάλη ηθική, πνευματική αξία ή σημαντικό κοινωνικό ρόλο: ~ός: σκοπός. ~ή: μόρφωση. ~ό: φρόνημα. ~οί: στόχοι. ~ές: ιδέες. ~ά: ιδανικά. Πβ. ανώτερος, ευγενής, υψηλόφρων.|| ~ή: αποστολή. ~ό: αξίωμα/έργο. ~ά: καθήκοντα. 4. που έχει μεγαλύτερο ύψος του κανονικού· κατ' επέκτ. που απέχει μεγαλύτερη απόσταση από ένα ορισμένο σημείο αναφοράς: (λόγ.) ~ή: βλάστηση. ~ό: ανάστημα/κτίριο. Πβ. ψηλός.|| ~ά: στρώματα της ατμόσφαιρας.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ά: νέφη. Βλ. -ηλός. ΑΝΤ. χαμηλός (1) ● Ουσ.: υψηλό (το): (χαρακτηρισμός ιδεών, θεωριών, αντικειμένων) ό,τι έχει πολύ μεγάλη ηθική και πνευματική αξία: (ΦΙΛΟΣ.) η έννοια του ~ού. [< λατ. sublime] ● ΣΥΜΠΛ.: υψηλή πολιτική: ΠΟΛΙΤ. που αναφέρεται σε τομείς πρωτίστης σημασίας: ζητήματα/θέματα ~ής ~ής (: εθνική άμυνα, διεθνείς σχέσεις). ΑΝΤ. χαμηλή πολιτική [< αγγλ. high politics] , (Υψηλή) Πύλη βλ. πύλη, ομάδες υψηλού κινδύνου βλ. ομάδα, υψηλή πιστότητα βλ. πιστότητα, υψηλή πτήση βλ. πτήση, υψηλή ραπτική βλ. ραπτική, υψηλή τεχνολογία βλ. τεχνολογία, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία, υψηλής ευκρίνειας βλ. ευκρίνεια, υψηλό βαρομετρικό βλ. βαρομετρικός, υψηλού/χαμηλού κινδύνου βλ. κίνδυνος ● ΦΡ.: αφ' υψηλού [ἀφ' ὑψηλοῦ] (λόγ.): υπεροπτικά, περιφρονητικά, υποτιμητικά: Βλέπω/κρίνω (κάποιον/κάτι) ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιμετώπιση/συμπεριφορά. Πβ. από καθέδρας., (υψηλών) απαιτήσεων/με απαιτήσεις βλ. απαίτηση, υψηλά ιστάμενος βλ. ιστάμενος, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1, υψηλών προδιαγραφών βλ. προδιαγραφές [< αρχ. ὑψηλός, γαλλ. haut, αγγλ. high]
χαμηλός, ή, ό χα-μη-λός επίθ. {χαμηλότ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. (υ)ψηλός 1. που απέχει απόσταση μικρότερη του συνηθισμένου, που έχει ύψος μικρότερο του κανονικού: ~ό: κτίριο/ταβάνι/τοιχίο. Τα ~ά ράφια του σούπερ-μάρκετ.|| ~ή: στάθμη (των νερών). ~ό: βάθος. Βλ. ρηχός.|| ~ή: βλάστηση. ~οί: θάμνοι. ~ά: φυτά.|| ~ά: παπούτσια (: με ~ό τακούνι).|| ~ό: ποτήρι. Πβ. κοντός.|| ~ό: ντεκολτέ (= αβυσσαλέο, βαθύ).|| (με ή σε ~ό υψόμετρο:) ~ός: λόφος. ~ή: οροσειρά. ~ές: νεφώσεις. Τα ~ά στρώματα της ατμόσφαιρας.|| (ως ουσ.) Στα ~ά (= ριζά, χαμηλώματα) του βουνού. (μτφ.) Ξεκίνησε απ' τα ~ά και κατάφερε να πλουτίσει. Έπεσε στα ~ά. Πβ. χθαμαλός. 2. του οποίου η ποσότητα, το μέγεθος, η ένταση ή η θέση σε μια κλίμακα ιεραρχίας ή αξιολόγησης είναι κάτω από το κανονικό ή το συνηθισμένο: ~οί: μισθοί (: μισθοί πείνας). ~ές: συντάξεις. ~ά: εισοδήματα. Πβ. πενιχρός.|| ~ός: μέσος όρος/συντελεστής/τζίρος. ~ή: βαθμολογία. ~οί: ρυθμοί (ανάπτυξης). ~ές: βάσεις (εισαγωγής). ~ά: προσόντα.|| ~ές: δόσεις (δανείου)/τιμές (= φτηνές).|| ~ός: πυρετός (βλ. δέκατα). ~ές: θερμοκρασίες (= κρύο).|| ~ός: αιματοκρίτης (βλ. αναιμία). ~ή: πίεση (βλ. υπόταση)/χοληστερίνη. ~ές: θερμίδες (βλ. ολιγοθερμιδικός). Τροφές με ~ή περιεκτικότητα σε λιπαρά.|| ~ός: θόρυβος/φωτισμός (= υποφωτισμός). ~ή: φωνή (= σιγανή). Βράζουμε σε ~ή φωτιά. (για κινητό:) ~ή μπαταρία/~ό σήμα. Εικόνα ~ής ανάλυσης/ευκρίνειας.|| ~οί: ήχοι. ~ές: συχνότητες. Πβ. βαθύς, βαρύς, μπάσος, χοντρός.|| ~ές στροφές (: στο αυτοκίνητο). Αμάξια ~ού κυβισμού.|| ~ή: ακροαματικότητα/απόδοση/αυτοπεποίθηση/ζήτηση/ισχύς/κατανάλωση (κινητήρα)/νοημοσύνη/ορατότητα (= περιορισμένη)/ποιότητα/χρέωση/χωρητικότητα. ~ό: ηθικό (ΑΝΤ. ακμαίο). Η κίνηση στην αγορά είναι πολύ ~ή (: πεσμένη). ~ατες επιδόσεις. Πβ. μικρός.|| Τα ~ά κοινωνικά στρώματα. Βλ. -ηλός. ● Ουσ.: χαμηλό (το): ΟΙΚΟΝ. (για το Χρηματιστήριο) ενν. επίπεδο τιμών: Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε/σημείωσε νέο (ιστορικό) ~ της τάξης των ... μονάδων. ● Υποκ.: χαμηλούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: χαμηλά: πόνος ~ στην κοιλιά. Το αεροπλάνο πετούσε ~.|| ~ αμειβόμενοι (= χαμηλόμισθοι).|| (μτφ.) Έχει πέσει πολύ ~ στην εκτίμησή μου. ΑΝΤ. ψηλά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: χαμηλή πολιτική: ΠΟΛΙΤ. που αναφέρεται σε τομείς δευτερεύουσας σημασίας: ζητήματα/θέματα ~ής ~ής (: τουρισμός, ναυτιλία). Συμφωνίες ~ής ~ής. ΑΝΤ. υψηλή πολιτική [< αγγλ. low politics] , υψηλού/χαμηλού κινδύνου βλ. κίνδυνος, χαμηλή πτήση βλ. πτήση, χαμηλό βαρομετρικό βλ. βαρομετρικός ● ΦΡ.: στο χαμηλό παιχνίδι: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) στην περίπτωση που η μπάλα βρίσκεται και παίζεται στο έδαφος, οπότε πλεονέκτημα έχουν συνήθ. παίκτες με χαμηλό κέντρο βάρους που χειρίζονται άνετα την μπάλα: Έχει ευχέρεια/παρουσιάζει αδυναμίες ~ ~.|| (για τερματοφύλακα) Καλός ~ ~ (: με αποτελεσματικά ρεφλέξ). ΣΥΝ. με την μπάλα στα πόδια ΑΝΤ. στο ψηλό παιχνίδι, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, χαμηλοί τόνοι βλ. τόνος1 [< αρχ. χαμηλός]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ