Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυαπασχόληση πο-λυ-α-πα-σχό-λη-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία περισσότερες δραστηριότητες, συνήθ. αγροτικές, συνδυάζονται με στόχο την εξασφάλιση του εισοδήματος, της παραγωγικότητας και την αποφυγή των κινδύνων: ~ και αγορά εργασίας. Βλ. πολυ-θεσία, -σθένεια, υποαπασχόληση. ΣΥΝ. πολυδραστηριότητα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.