Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πολυγράφος πο-λυ-γρά-φος επίθ. {κυρ. στον υπερθ. πολυγραφ-ότατος} (λόγ.): που έχει γράψει πολλά κείμενα: ~ος: συγγραφέας. ~ότατος: μελετητής/ποιητής. [< μτγν. πολυγράφος, γαλλ. polygraphe]
  • πολύγραφος πο-λύ-γρα-φος ουσ. (αρσ.) {πολυγράφ-ου} 1. ΤΕΧΝΟΛ. (παλαιότ.) μηχανήμα δημιουργίας αντιγράφων με τη χρησιμοποίηση ειδικής μεμβράνης. Βλ. φωτοτυπικό. 2. ανιχνευτής ψεύδους. [< 1: γερμ. Polygraph, αγγλ. polygraph]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.