Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυεργαλείο [πολυεργαλεῖο] πο-λυ-ερ-γα-λεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. εργαλείο που περιλαμβάνει σε μια μονάδα περισσότερα από ένα εξαρτήματα (όπως, ανοιχτήρια, κατσαβίδια, μαχαίρια, λεπίδες, πένσες, ψαλίδια), ώστε να είναι κατάλληλο για ποικίλες εργασίες: χρήσιμο ~. ~ τσέπης. Βλ. πολυ-μηχάνημα, -συσκευή. 2. (μτφ.-στην αθλητική αργκό) ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας που μπορεί να αγωνιστεί σε περισσότερες από μία θέσεις με την ίδια ευκολία. Πβ. πολυθεσίτης. [< 1: αγγλ. multi-tool, 1985]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.