Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυκλωνικός , ή, ό πο-λυ-κλω-νι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που ανήκει σε πολλούς κυτταρικούς κλώνους, παράγεται ή συντίθεται από αυτούς: ~ά: αντισώματα. Βλ. μονοκλωνικός. [< αγγλ. polyclonal, 1914]

μονοκλωνικός

μονοκλωνικός, ή, ό μο-νο-κλω-νι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που ανήκει σε, παράγεται ή συντίθεται από έναν μόνο κυτταρικό κλώνο: ~ά: αντισώματα. Βλ. πολυκλωνικός. [< αγγλ. monoclonal , 1914, γαλλ. ~, περ. 1960]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.