Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυμορφισμός πο-λυ-μορ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ. γενετική, δομική ή λειτουργική παραλλαγή που διαπιστώνεται ανάμεσα σε πληθυσμούς του ίδιου είδους. Βλ. γενετική ποικιλότητα. 2. ΧΗΜ.-ΚΡΥΣΤ. εμφάνιση μιας ουσίας με δύο ή περισσότερες διακριτές κρυσταλλικές μορφές. Βλ. αλλοτροπία, ισομορφισμός, -ισμός. [< γαλλ. polymorphisme, αγγλ. polymorphism]

αλλοτροπία

αλλοτροπία [ἀλλοτροπία] αλ-λο-τρο-πί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αλλοτροπισμός (ο): ΧΗΜ. εμφάνιση ενός στοιχείου με δύο ή περισσότερες διακριτές φυσικές μορφές: Ο άνθρακας εμφανίζει ~. Βλ. ισο-, πολυ-μορφισμός. [< γαλλ. allotropie, αγγλ. allotropy]

γενετική

γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.