Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυπροπυλένιο πο-λυ-προ-πυ-λέ-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. ένωση που προέρχεται από τον πολυμερισμό του προπυλενίου και από την οποία παράγεται λευκό θερμοπλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται κυρ. στην κατασκευή φιλμ και ινών. Βλ. μικροσφαιρίδια. [< αγγλ. polypropylene, 1935, γαλλ. polypropylène, περ. 1950]

μικροσφαιρίδια

μικροσφαιρίδια μι-κρο-σφαι-ρί-δι-α ουσ. (ουδ.) {σπάν. στον εν. μικροσφαιρίδιο}: μικροσκοπικά πλαστικά σφαιρίδια, κυρ. από πολυαιθυλένιο και πολυπροπυλένιο, τα οποία βρίσκονται σε προϊόντα, όπως απολεπιστικά, αφρόλουτρα, κρεμοσάπουνα, οδοντόκρεμες, και αποτελούν σταθερή πηγή μόλυνσης του περιβάλλοντος. Βλ. μικροπλαστικά. [< αγγλ. microbeads, 1975, γαλλ. microbilles, 2020]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.