Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυστερίνη πο-λυ-στε-ρί-νη ουσ. (θηλ.) & πολυστυρένιο (το) & πολυστυρόλιο (το): ΧΗΜ. πολυμερές του στυρενίου από το οποίο παράγεται διαφανές άκαμπτο θερμοπλαστικό που χρησιμοποιείται κυρ. ως μονωτικό υλικό ή στην κατασκευή συσκευασιών: διογκωμένη ~ (= φελιζόλ). Κόφτης ~ης. Βλ. πλαστικό. ● ΣΥΜΠΛ.: εξηλασμένη πολυστερίνη βλ. εξηλασμένος [< αγγλ. polystyrene, 1927, γαλλ. polystyrène, 1936]

εξηλασμένος

εξηλασμένος, η, ο [ἐξηλασμένος] ε-ξη-λα-σμέ-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: εξηλασμένη πολυστερίνη: ΤΕΧΝΟΛ. αφρώδες θερμομονωτικό υλικό που παράγεται σε πλάκες με τη μέθοδο της εξέλασης. Βλ. υαλοβάμβακας, φελιζόλ. [< αγγλ. extruded polystyrene] [< αρχ. ἐξελαύνω ‘οδηγώ έξω, σφυρηλατώ’]

πλαστικό

πλαστικό πλα-στι-κό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. πολυμερής χημική ουσία που μορφοποιείται εύκολα και χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγή χρηστικών αντικειμένων· συνεκδ. οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από αυτήν την ουσία: διαφανές/εύκαμπτο/σκληρό ~. Αφρώδη ~ά. Ανακύκλωση ~ών. Βλ. θερμοπλαστικό, πλαστικές ύλες. [< αγγλ. plastic, 1905, γαλλ. matière plastique,1913, plastique, 1941]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.