πολυτέλεια πο-λυ-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. κατάσταση πλούτου, κατά την οποία κάποιος περιστοιχίζεται από ακριβά και συνήθ. υψηλής ποιότητας υλικά αγαθά, που του παρέχουν άνεση: Ζει/μεγάλωσε (μέσα) στην ~. ΣΥΝ. χλιδή.|| Η ~ της διακόσμησης/της κατασκευής/του χώρου. Βλ. λουξ, τρυφηλότητα, υπερ~.2. (κατ' επέκτ.) αγαθό ή δραστηριότητα που προσφέρει ευχαρίστηση, έχει κόστος και συνήθ. δεν είναι αναγκαίο/α: Ξοδεύει χρήματα σε ~ες (= λούσα). Επέτρεψε στον εαυτό του την ~ να πάει διακοπές.|| Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ~, αλλά ανάγκη.3. αγαθό που δεν είναι προσιτό, διαθέσιμο στους πολλούς, επειδή δεν υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα ή επειδή είναι ακριβό: Το νερό είναι ~ για το 1/6 του πληθυσμού της Γης. Τείνει να γίνει ~. ● πολυτελείας: προϊόντα ή υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και κατ' επέκτ. ακριβός: αρώματα/αυτοκίνητα/διαμερίσματα/ενδύματα/ξενοδοχεία ~. Είδη ~.|| Τουρισμός ~. Φόρος ~ (: σε είδη ~ας). ● ΣΥΜΠΛ.: ψωμί πολυτελείας: λευκό, πολύ αφράτο ψωμί από αλεύρι καλής ποιότητας, ζάχαρη και συνήθ. βούτυρο., συνοδός/πόρνη πολυτελείας βλ. συνοδός ● ΦΡ.: (δεν) έχω την πολυτέλεια & (δεν) διαθέτω την πολυτέλεια: (δεν) έχω τη ευχέρεια, τα περιθώρια: Δεν έχουμε ~ ~ μιας ακόμα αποτυχίας/του χρόνου/να αδιαφορήσουμε. Έχει ~ ~ να επιλέγει. [< 1: αρχ. πολυτέλεια, γαλλ. luxe]
λουξ
λουξ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ισχύος του φωτισμού (σύμβ. lx). Βλ. καντέλα, λούμεν.2. (παλαιότ.) λάμπα πετρελαίου με δυνατό φως. [< γερμ. Lux, γαλλ. lux]
συνοδός
συνοδός συ-νο-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον κυρ. για συντροφιά, βοήθεια ή προστασία: αστυνομικός ~. ~ αθλητών/καλλιτέχνη/κρατουμένων/υψηλών προσώπων. ~ παιδιών/σε σχολικό λεωφορείο. ~ ασθενή/τραυματία (σε νοσοκομείο). Σκύλος ~ (: για τυφλούς, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες· πβ. οδηγός).2. πρόσωπο που συνοδεύει άλλο πρόσωπο σε κοινωνική εκδήλωση, δημόσιο χώρο και ειδικότ. ερωτικός σύντροφος: ~ δεσποινίδας/κυρίας. Μόνιμος/περιστασιακός ~. ~ σε έξοδο/χορό. Πβ. καβαλιέρος, ντάμα.|| (επί πληρωμή) Γραφείο/πρακτορείο ~ών (πολυτελείας).3. ΜΟΥΣ. μουσικός που συνοδεύει οργανικά έναν σολίστ (εκτελεστή ή τραγουδιστή): ~ πιανίστας. Πβ. ακομπανιατέρ. ● ΣΥΜΠΛ.: συνοδός εδάφους (ο/η): υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, αρμόδιος για την εξυπηρέτηση των επιβατών στον χώρο του αεροδρομίου: ~ ~ που ελέγχει τα εισιτήρια. Βλ. αεροσυνοδός., συνοδός/πόρνη πολυτελείας: γυναίκα η οποία εκπορνεύεται έναντι υψηλής συνήθ. αμοιβής. Βλ. κολ γκερλ. [< αγγλ. escort girl, γαλλ. ~, 1983] , ιπτάμενη συνοδός βλ. ιπτάμενος, ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός βλ. ιπτάμενος [<πβ. μτγν. σύνοδος 'συνοδοιπόρος', γαλλ. accompagnateur – αγγλ. escort agency, 1974]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.