Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυτοκία πο-λυ-το-κί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του πολύτοκου: Ο οργανισμός της έχει καταπονηθεί εξαιτίας της ~ας. Βλ. γονιμότητα, πολύδυμη κύηση, -τοκία. [< αρχ. πολυτοκία, αγγλ. polytoky]

γονιμότητα

γονιμότητα γο-νι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του γόνιμου: ανδρική/γυναικεία ~. Υψηλή/χαμηλή ~. Εξετάσεις ~ας. Βλ. γεννητικ-, στειρ-ότητα.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Δείκτης/ποσοστό ~ας. Βλ. υπο~.|| ~ της γης/του εδάφους. Πβ. ευφορία. ΑΝΤ. ακαρπία, αφορία.|| (μτφ.) Καλλιτεχνική ~. Πβ. δημιουργικ-, παραγωγικ-ότητα. [< μτγν. γονιμότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.