Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυτρίχι πο-λυ-τρί-χι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ΒΟΤ. φτέρη (επιστ. ονομασ. adiantum capillus veneris), με πολύ λεπτά, μακριά, πράσινα φύλλα σαν τρίχες και λεπτό, μαύρο ή καστανό μίσχο χωρίς λουλούδια. [< μεσν. πολυτρίχι(ον) < μτγν. πολύτριχον, γαλλ. polytric, αγγλ. polytrich]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.