Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολυχρωμία πο-λυ-χρω-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. το να είναι χρωματισμένο κάτι με πολλά χρώματα: Οι ζωγραφικές του συνθέσεις χαρακτηρίζονται από ~. ΣΥΝ. ποικιλοχρωμία ΑΝΤ. μονοχρωμία 2. (μτφ.) ποικιλία, πληθώρα: ~ απόψεων. 3. ΤΥΠΟΓΡ. τεχνική εκτύπωσης με μείξη πολλών, βασικών συνήθ., χρωμάτων. Βλ. -χρωμία. [< γαλλ. polychromie, αγγλ. polychromia]

-χρωμία

-χρωμία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύνθεση χρωμάτων: δι~/τρι~/τετρα~.|| Πολυ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.