Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πολυώνυμο πο-λυ-ώ-νυ-μο ουσ. (ουδ.) {πολυωνύμου}: ΜΑΘ. κάθε αλγεβρική παράσταση που είναι άθροισμα μονωνύμων: ελάχιστο/μηδενικό ~. ~ πρώτου/δεύτερου βαθμού. ~ παρεμβολής. Βλ. διώνυμο, τριώνυμο. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου βλ. βαθμός, ορθογώνια πολυώνυμα βλ. ορθογώνιος [< γαλλ. polynôme, αγγλ. polynomial]
  • πολυώνυμος , η, ο πο-λυ-ώ-νυ-μος επίθ. (λόγ.): που εμφανίζεται με πολλά ονόματα: ~η: θεότητα. Βλ. -ώνυμος. [< αρχ. πολυώνυμος]

βαθμός

βαθμός βαθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. καθένας από τους αριθμούς-υποδιαιρέσεις μιας κλίμακας μέτρησης ενός μεγέθους· ειδικότ. μονάδα συστήματος μέτρησης: (ΜΕΤΕΩΡ.) Η θερμοκρασία άγγιξε τους/έφτασε τους/σκαρφάλωσε στους σαράντα ~ούς Κελσίου.|| (ΓΕΩΦ.) Σεισμός μεγέθους 4,6 ~ών της κλίμακας Ρίχτερ.|| (ΙΑΤΡ.) Έχει τρεις ~ούς μυωπία.|| (ΧΗΜ.) Αλκοολικός ~ του οίνου. ~ καθαρότητας (του νερού)/οξύτητας (= πεχά). 2. αριθμός ή γράμμα που δηλώνει την αξιολόγηση της επίδοσης μαθητή, φοιτητή ή άλλου εξεταζόμενου ή διαγωνιζόμενου: (στο σχολείο:) ~ προαγωγής από την Α' στη Β' Λυκείου. Απολυτήριο με (συνολικό/τελικό) ~ό (= μέσο όρο) 18 ("λίαν καλώς"). Βγήκαν οι ~οί των εξετάσεων. Μοιράστηκαν οι ~οί (= οι έλεγχοι). Είχε καλούς ~ούς στα μαθήματα.|| (στις πανελλήνιες:) Υπολογισμός του γενικού ~ού πρόσβασης (βλ. μόρια). Ανακοίνωση των ~ών εισαγωγής (= βάσεων).|| (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:) Γραπτός/προφορικός ~. Ο ~ του πτυχίου.|| -Τι ~ό πήρες στο τεστ; -Είκοσι/εκατό στα εκατό (= άριστα). ΣΥΝ. βαθμολογία (1) 3. ΑΘΛ. μονάδα ή μονάδες που δίνονται σε παίκτη ή ομάδα: Απέσπασε/πήρε τον ~ό της ισοπαλίας. Τσίμπησε ~ό. Έχασε/κέρδισε/συγκέντρωσε (πολύτιμους/χρυσούς) ~ούς. ΣΥΝ. βαθμολογία (1), πόντος1 (3) 4. ένταση, επίπεδο, μέτρο, ποσότητα: ~ ενεργειακής απόδοσης/κλίσης (μιας επιφάνειας)/παραμόρφωσης/υγρασίας.|| ~ ακρίβειας (μιας πρόβλεψης)/δυσκολίας (των θεμάτων)/σταθερότητας (των τιμών). ~ ανάπτυξης (βλ. ρυθμός). Επίτευξη του επιθυμητού ~ού ασφάλειας. Εκτίμηση ~ού επικινδυνότητας. Διατήρηση υψηλού ~ού/μείωση του ~ού ετοιμότητας. Σε ποιο/τι ~ό αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα; Πβ. ποσοστό.|| ~ αξιοπιστίας/βεβαιότητας/εμπιστοσύνης/επίδρασης/ευθύνης. Σε ενοχλητικό/μεγάλο/σημαντικό ~ό. Στον υπέρτατο ~ό. Αναισθησία στον μέγιστο ~ό. Κοροϊδία πρώτου ~ού. …για να διαπιστωθεί ο ~ στον οποίο έχει επιτευχθεί εξάλειψη φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. θέση σε ιεραρχική κλίμακα: στέρηση ~ού. Συνταξιοδοτήθηκε με τον ~ό του Διοικητή/Προϊσταμένου. Βλ. βαθμολόγιο.|| Οι ~οί των νοσοκομειακών γιατρών (: Επιμελητής Α'/Β', Διευθυντής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Οι ~οί στον Στρατό Ξηράς/στην ΠΑ/στο ΠΝ. (Σώματα Ασφαλείας:) Οι ~οί στην ΕΛ.ΑΣ./στο Λιμενικό/στην Πυροσβεστική. Βλ. Στρατηγός, (Αντι/Υπο)στράτηγος, Ταξίαρχος, (Αντι)Συνταγματάρχης, Ταγματάρχης, (Ανθ)Υπο)Λογαγός, Ανθυπασπιστής, (Αρχι/Επι)Λοχίας, Δεκανέας. Βλ. (Αντι/Υπο)Ναύαρχος, (Αντι/Αρχι/(Ανθ)Υπο)Πλοίαρχος, Πλωτάρχης, Σημαιοφόρος, (Αρχι/Επι)Κελευστής, Δίοπος. Βλ. (Αντι/Υπο)Πτέραρχος, Ταξίαρχος, (Αντι)Σμήναρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Σμηναγός, (Αρχι/Επι/Υπο)Σμηνίας. Βλ. (Αρχι/Αστυ)φύλακας, (Ανθ)Υπ)Αστυνόμος. Βλ. (Αντι/Αρχι)Πύραρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Πυραγός, Πυρονόμος, (Αρχι)Πυροσβέστης. Βλ. αγρο-νόμος, -φύλακας. 6. κατάταξη, σειρά σε κλίμακα βαρύτητας: (ΙΑΤΡ.) ~ αναπηρίας/κακοήθειας. Ασθενείς με μεγάλου/σοβαρού ~ού νεφρική ανεπάρκεια. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου: ΜΑΘ. ο μεγαλύτερος από τους εκθέτες της μεταβλητής που εμφανίζεται σε ένα πολυώνυμο. [< γαλλ. degré d'un polynôme] , πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: κατηγοριοποίηση που δηλώνει κλίμακα ιεραρχίας, πολυπλοκότητας, σπουδαιότητας: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ~ ~.|| (ΜΑΘ.) Εξισώσεις/πολυώνυμα ~ ~.|| (ΙΑΤΡ.) Διαστρέμματα/θλάσεις ~ ~. Βλ. έγκαυμα.|| (ΝΟΜ.) Φόνος πρώτου/δευτέρου βαθμού. [< αγγλ. first/second/third degree] , (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού βλ. συγγένεια, βαθμοί σύγκρισης βλ. σύγκριση, βαθμός συγγένειας βλ. συγγένεια, βαθμός/βαθμοί ελευθερίας βλ. ελευθερία, θετικός βαθμός βλ. θετικός, συγκριτικός βαθμός βλ. συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός βλ. υπερθετικός ● ΦΡ.: σε τέτοιο βαθμό, που (να)/ώστε να ...: τόσο πολύ ή τόσο καλά, ώστε ...: Παρουσιάζει τις καταστάσεις εξιδανικευμένες ~, που (να) φαντάζουν ανυπόστατες. Δεν τον γνωρίζω ~, ώστε να του λέω τα πάντα. Σε/στο ~ (= σημείο) μάλιστα που ..., στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί: όσο με αφορά: ~ ~, είμαι υπεύθυνος (: αλλά μέχρι ενός σημείου)., ως έναν βαθμό & (λόγ.) μέχρι(ς) ενός βαθμού: μέχρι ενός σημείου: Η άποψή του είναι, ~ ~, δικαιολογημένη/κατανοητή/σωστή. ~ ~, έχει δίκιο. Πβ. κάπου, κάπως. [< γαλλ. jusqu'à un certain degré] , ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, στο μέτρο/στον βαθμό που βλ. μέτρο, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός [< 1,5: μτγν. βαθμός 2,3,4,6: γαλλ. degré, αγγλ. degree]

διώνυμο

διώνυμο δι-ώ-νυ-μο ουσ. (ουδ.): ΜΑΘ. αλγεβρική παράσταση που αποτελείται από το άθροισμα δύο ανόμοιων μονωνύμων: το ~ του Νεύτωνα. Βλ. πολυώνυμο. [< γαλλ. binôme]

ορθογώνιος

ορθογώνιος, α, ο [ὀρθογώνιος] ορ-θο-γώ-νι-ος επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που έχει ορθές γωνίες: ~ο: παραλληλεπίπεδο (: που όλες οι έδρες του είναι ~α παραλληλόγραμμα)/τραπέζιο (: με δύο ορθές γωνίες). Βλ. -γώνιος. 2. που έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου: ~ος: ναός/περίβολος/πύργος/χώρος. ~α: αίθουσα/δεξαμενή/κάτοψη. ~ο: γήπεδο/κουτί/κτίσμα/πλαίσιο/τραπέζι. Βλ. τετραγωνικός. ● επίρρ.: ορθογώνια & (λόγ.) ορθογωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: ορθογώνια πολυώνυμα: ΜΑΘ. σύστημα πολυωνύμων τα οποία είναι ορθογώνια ως προς μία μη αρνητική συνάρτηση βάρους., ορθογώνια υπερβολή: ΜΑΘ. υπερβολή της οποίας οι ασύμπτωτες είναι κάθετες μεταξύ τους. [< αγγλ. rectangular hyperbola] , ορθογώνιες συντεταγμένες: ΜΑΘ. σύστημα συντεταγμένων του οποίου οι άξονες τέμνονται κάθετα., ορθογώνιο παραλληλόγραμμο & ορθογώνιο: ΓΕΩΜ. τετράπλευρο που έχει όλες τις γωνίες του ορθές και τις απέναντι πλευρές του ίσες μεταξύ τους και παράλληλες. Βλ. κύβος., ορθογώνιο πλέγμα: ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία και επεξεργασία σχεδίων ή λογιστικών φύλλων., ορθογώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. του οποίου η μια γωνία είναι ορθή: ισοσκελές ~ ~. Βλ. αμβλυγώνιο, οξυγώνιο τρίγωνο., ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή [< μτγν. ὀρθογώνιος, γαλλ.-αγγλ. orthogonal]

-ώνυμος

-ώνυμος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε όνομα ή σημασιολογική σχέση: ιδι~/φερ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πατρ-ώνυμo/ψευδ~.|| (με προθήματα) Αν~/επ~/περι~.|| Συν~.|| Ετερ~/ομ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.