Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολύμορφος , η, ο πο-λύ-μορ-φος επίθ. 1. που έχει πολλές μορφές: ~η: δημιουργία/πραγματικότητα/προσωπικότητα. ~ο: έργο. Πβ. ποικίλος, πολύπλευρος. Βλ. -μορφος. ΣΥΝ. ποικιλόμορφος, πολυμορφικός (2) ΑΝΤ. ομοιόμορφος (1) 2. ΧΗΜ. που παρουσιάζει πολυμορφισμό ή προέρχεται από αυτόν. Βλ. αλλοτροπικός, ισόμορφος. [< 1: αρχ. πολύμορφος 2: γαλλ. polymorphe, αγγλ. polymorphous, polymorph]

αλλοτροπικός

αλλοτροπικός, ή, ό [ἀλλοτροπικός] αλ-λο-τρο-πι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που παρουσιάζει αλλοτροπία ή προέρχεται από αυτή: Το όζον είναι μια ~ή μορφή του οξυγόνου. [< γαλλ. allotropique, αγγλ. allotropic]

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.