πολύμορφος , η, ο πο-λύ-μορ-φος επίθ. 1. που έχει πολλές μορφές: ~η: δημιουργία/πραγματικότητα/προσωπικότητα. ~ο: έργο. Πβ. ποικίλος, πολύπλευρος. Βλ. -μορφος. ΣΥΝ. ποικιλόμορφος, πολυμορφικός (2) ΑΝΤ. ομοιόμορφος (1) 2. ΧΗΜ. που παρουσιάζει πολυμορφισμό ή προέρχεται από αυτόν. Βλ. αλλοτροπικός, ισόμορφος. [< 1: αρχ. πολύμορφος 2: γαλλ. polymorphe, αγγλ. polymorphous, polymorph]
αλλοτροπικός
αλλοτροπικός, ή, ό [ἀλλοτροπικός] αλ-λο-τρο-πι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που παρουσιάζει αλλοτροπία ή προέρχεται από αυτή: Το όζον είναι μια ~ή μορφή του οξυγόνου. [< γαλλ. allotropique, αγγλ. allotropic]
-μορφος
-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~.2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.