πολύπτυχος , η, ο πο-λύ-πτυ-χος επίθ. 1. αποτελούμενος από πολλές πτυχές: ~η: φούστα. Βλ. δί-, τρί-πτυχος.2. (μτφ.) πολύπλευρος, πολυδιάστατος: ~η: προσέγγιση. ● Ουσ.: πολύπτυχο (το) {-ου (λόγ.) -ύχου} 1. έντυπο που οι σελίδες του διπλώνουν πολλές φορές: διαφημιστικά ~α.2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφική ή ανάγλυφη σύνθεση με συνδεδεμένες μεταξύ τους πολλές επιφάνειες που μπορούν να διπλωθούν: βυζαντινά ~α.3. ΑΡΧ. σύνολο από τέσσερις μέχρι δέκα πινακίδες ενωμένες μεταξύ τους, που αποτελούσαν έναν κώδικα. 4. διεθνές τελωνειακό έγγραφο που είναι απαραίτητο για τον έλεγχο οχημάτων, τα οποία ταξιδεύουν στο εξωτερικό. [< αρχ. πολύπτυχος ‘απόκρημνος, διπλωμένος πολλές φορές, που έχει πολλά φύλλα’, πολύπτυχο, σημ. 2: γαλλ. polyptyque, αγγλ. polyptych]
δι- & δί- & δισ-
δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.