Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολύσπαστος , η, ο πο-λύ-σπα-στος επίθ.: που έλκεται ή σύρεται με σχοινιά ή τροχαλία: ~ος: μηχανισμός. ~η: γκαραζόπορτα. ~ο: κρεβάτι/φορείο. ● Ουσ.: πολύσπαστο (το): ΜΗΧΑΝΟΛ. μηχάνημα αποτελούμενο από ένα σύστημα τροχαλιών που χρησιμοποιείται για ανύψωση ή έλξη μεγάλων βαρών: ηλεκτρικό ~. Πβ. βαρούλκο, παλάγκο, σύσπαστο. [< μτγν. πολύσπαστος ‘που έχει πολλά λουριά’, πολύσπαστον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.