Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολύτεκνος , η, ο πο-λύ-τε-κνος επίθ.: που έχει περισσότερα από τρία παιδιά: ~ος: πατέρας. ~η: μητέρα (βλ. πολύτοκος)/οικογένεια. Βλ. άτεκνος.|| (ως ουσ.-επίσ.) Επίδομα/σύλλογος ~έκνων. Νομοθεσία περί προστασίας ~έκνων. Βλ. τρίτεκνος, υπερ~. [< αρχ. πολύτεκνος]

άτεκνος

άτεκνος, η, ο [ἄτεκνος] ά-τε-κνος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει αποκτήσει παιδιά: ~η: γυναίκα (πβ. στείρα). ~α ζευγάρια με προβλήματα υπογονιμότητας. Πβ. άκληρος. Βλ. πολύτεκνος. [< αρχ. ἄτεκνος]

τρίτεκνος

τρίτεκνος, η, ο τρί-τε-κνος επίθ. (επίσ.): που έχει τρία παιδιά: ~ος: πατέρας. ~η: μητέρα/οικογένεια.|| (ως ουσ.) Διορισμός/προνόμια των ~ων/~έκνων. Επίδομα για τους/στους ~ους. Βλ. πολύτεκνος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.