Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πολύφωτος , η, ο πο-λύ-φω-τος επίθ.: που βγάζει πολύ φως: ~η: λυχνία. Βλ. -φωτος. ● Ουσ.: πολύφωτο (το): είδος φωτιστικού με πολλές λάμπες: κρυστάλλινο ~ οροφής. Πβ. πολυέλαιος. Βλ. μονόφωτο. [< μεσν. πολύφωτον 'πολυκάντηλο'] [< μτγν. πολύφωτος]

μονόφωτο

μονόφωτο μο-νό-φω-το ουσ. (ουδ.): είδος φωτιστικού με μία μόνο λάμπα: κρεμαστό ~. Βλ. πολύφωτο.

-φωτος

-φωτος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά 1. στο φως, την ύπαρξη ή την παραγωγή του: (εμφατ.) κατά~. Βλ. α-φώτιστος.|| Αυτό-φωτα/ετερό~ (ουράνια) σώματα. 2. σε συγκεκριμένο αριθμό λαμπτήρων: επτά~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πολύ-φωτo.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.