Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πονόλαιμος πο-νό-λαι-μος ουσ. (αρσ.): πόνος του λαιμού: καραμέλες για τον ~ο. Κρυολόγημα με ~ο. Βλ. πονο-. [< μεσν. πονόλαιμος]

πονο- & πονό-

πονο- & πονό-: α' συνθετικό κυρ. ουσιαστικών για δήλωση πόνου σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: πονο-κέφαλος. Πονό-λαιμος. Βλ. -αλγία.|| Πονο-κεφαλιάζω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.