Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πονόψυχος , η, ο πο-νό-ψυ-χος επίθ.: που συμπονεί τους άλλους, σπλαχνικός: ~η: γυναίκα. Βλ. -ψυχος. ΣΥΝ. πονεσιάρης, πονετικός, ψυχοπονιάρης ΑΝΤ. άκαρδος, ανάλγητος, άπονος ● επίρρ.: πονόψυχα

-ψυχος

-ψυχος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν 1. ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα ή συναισθημάτων: γενναιό~/εύ~/λιονταρό~/μεγαλό~/ολό~/πονό~ Πβ. -καρδος. 2. τον βαθμό στον οποίο το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από ζωή: ά~/έμ~/επτά~. Πβ. -βιος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.