Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πονώ [πονῶ] πο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πον-άς (σπανιότ.) -είς ... | πόν-εσα, -εμένος, -ώντας} & πονάω 1. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο: ~ στο γόνατο/κεφάλι/χέρι. Πού ~άς; Φοβάται μήπως ~έσει. Βλ. ψιλοπονάω.|| ~ (αβάσταχτα) για τον χαμό του .../όταν θυμάμαι τα περασμένα/να σε βλέπω να κλαις. Έχει ~έσει πολύ στη ζωή του (= βασανιστεί, ταλαιπωρηθεί, υποφέρει). 2. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι: Τον ~άει τον τόπο του. 3. συμπονώ: Σε ~άω. Τον ~εσε (= λυπήθηκε) η ψυχή μου.πονά(ει) {σπανιότ. στο α' κ. β΄πρόσ.}: προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο: (Με) ~ (αφόρητα) η κοιλιά/ο λαιμός/η μέση μου/όλο μου το σώμα. Η ένεση τον ~εσε λιγάκι.|| Σε ~ η ήττα/ο χωρισμός; Όσο κι αν ~ούν τα λόγια μου, αυτή είναι η αλήθεια.|| ~ η καρδιά/ψυχή μου στη σκέψη ότι ... (= νιώθω μεγάλη στενοχώρια). ● ΦΡ.: κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, πονάει το δοντάκι του βλ. δόντι, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει βλ. σφάζω, χτυπάω εκεί που πονάει βλ. χτυπώ ● βλ. πονεμένος [< 1: αρχ. πονῶ]

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

δόντι

δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κοιλία

κοιλία κοι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοιλότητα της καρδιάς ή του εγκεφάλου: αριστερή/δεξιά ~ (: που προωθεί το αίμα στα αγγεία). Βλ. αορτή, κόλπος.|| Οι πλάγιες ~ες (ενν. του εγκεφάλου). 2. ΙΑΤΡ. (λόγ.) κοιλιά: οξεία (χειρουργική) ~ (= πάθηση που απαιτεί συνήθ. χειρουργική επέμβαση). Αξονική τομογραφία/πλαστική (= κοιλιοπλαστική)υπερηχογράφημα ~ας. Βλ. θώρακας, πύελος. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεμάμενη κοιλία βλ. κρεμάμενος [< αρχ. κοιλία, γαλλ. ventricule, αγγλ. coelia]

πονεμένος

πονεμένος, η, ο πο-νε-μέ-νος επίθ. 1. (μτφ.) που υποφέρει, κυρ. συναισθηματικά και ψυχικά: ~ος: λαός. ~η: μάνα.|| ~ος: τόπος. ~η: καρδιά/ψυχή. Πβ. βασανισμένος. 2. (μτφ.) που εκφράζει συναισθηματικό πόνο, πίκρα: ~η: έκφραση. ~ο: γράμμα/τραγούδι. ~α: λόγια. Πβ. λυπημένος, παρα~. 3. (για μέρος του σώματος) που πονά: ~η: πλάτη. ~ο: πόδι. ● επίρρ.: πονεμένα ● ΣΥΜΠΛ.: πονεμένη ιστορία (προφ.): δυσάρεστη υπόθεση: Αυτό είναι μια ~ ~. ● βλ. πονώ [< μεσν. πονεμένος]

σφάζω

σφάζω σφά-ζω ρ. (μτβ.) {έσφα-ξα, σφά-ξει, -χτηκε (λόγ.) εσφάγη, -χτεί (λόγ.) -γεί, -γμένος, σφάζ-οντας} 1. θανατώνω (άνθρωπο ή ζώο) με αιχμηρό αντικείμενο, συνήθ. μαχαίρι· ειδικότ. φονεύω πλήθος ανθρώπων: ~ ένα αρνί/μια κότα.|| ~χτηκαν πάνω σε καβγά. Βρέθηκε ~γμένος. Πβ. κατακρεουργώ.|| ~χτηκαν πολλοί αιχμάλωτοι. Πβ. σφαγιάζω.|| (προφ.) Φωνάζει σαν να τον ~ουν! (απειλητ.) Αν μάθει τι έκανες, θα σε ~ξει! || (μτφ.) Ο καθηγητής μάς ~ξε στη βαθμολογία (: έβαλε πολύ χαμηλούς βαθμούς). (ΑΘΛ.) Ο διαιτητής ~ξε την ομάδα (: την αδίκησε κατάφωρα). Πβ. κατα~. 2. (προφ.-μτφ.) προκαλώ πόνο, οδύνη: ~ κάποιον με το βλέμμα/τα λόγια. Αισθάνομαι έναν πόνο να μου ~ει τη μέση. Πβ. πληγώνω. ● ΦΡ.: δε(ν) σφάξανε! (εμφατ.-ειρων.): για απόλυτη άρνηση, αποκλείεται: Θες να τον συγχωρήσω μετά από όσα έκανε; ~ ~!, θα τον/τη σφάξω στο γόνατο (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): ως απειλή: Όποιος σε πειράξει, θα τον ~ ~!, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει (προφ.): για άγριο ξυλοφόρτωμα: Τον γράπωσε και ~ ~.|| (μτφ.) Άνοιξε το στόμα του και ~ ~., σφάζω με το βαμβάκι/μπαμπάκι: επιπλήττω ή επικρίνω κάποιον με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο: Από τη μια σε ~ει με το βαμβάκι, από την άλλη σου χαμογελάει. Βλ. με το γάντι., σαν να σφάζουν γουρούνι βλ. γουρούνι, σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< 1: αρχ. σφάζω]

χτυπώ

χτυπώ [χτυπῶ] χτυ-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χτυπ-άς ..., -ούν (προφ.) -άνε, -ώντας | χτύπ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ημένος} & χτυπάω & κτυπώ 1. ασκώ δύναμη σε κάτι, ώστε να παράγεται ήχος ή να εκτελείται μια ενέργεια: ~ την πόρτα (πβ. βαρώ). ~άει το ντέφι/τις χορδές της κιθάρας (πβ. κρούω). ~ παλαμάκια (πβ. χειροκροτώ).|| ~ τα πλήκτρα (= πληκτρολογώ). (ΑΘΛ.) ~ησε (= εκτέλεσε) το κόρνερ/πέναλτι. Τον ~ησε φιλικά στην πλάτη. (προφ.) ~ το εισιτήριο (= επικυρώνω).|| ~άει το κουδούνι/το ξυπνητήρι/ο συναγερμός/το τηλέφωνο. ~άνε οι καμπάνες (πβ. ηχώ, σημαίνω)/τα τύμπανα. Το ρολόι ~ησε μεσάνυχτα.|| ~ούν τα δόντια μου από το κρύο. Η καρδιά μου ~άει (= πάλλεται) δυνατά (: έχω αγωνία, καρδιο~). 2. ασκώ σωματική δύναμη, βία, καταφέρω πλήγμα: ~ (κάποιον) αλύπητα/βάναυσα/θανάσιμα (πβ. βαρώ, δέρνω, ξυλοκοπώ). ~ησε στο πρόσωπο/σαγόνι. Τον ~ησαν με γροθιές/κλομπ/ρόπαλο. Τα παιδιά ~ιούνταν στην αυλή (πβ. τσακώνομαι).|| (προφ.) Με ~άνε (: με κόβουν, στενεύουν) τα παπούτσια.|| Τους ~ησαν με όπλα/~ήθηκε από σφαίρα (πβ. πυροβολώ). Είναι άσχημα/βαριά/ελαφριά ~ημένος (: λαβω-, πληγω-μένος). (μτφ.) ~ημένος από (τον) καρκίνο. 3. πέφτω ορμητικά πάνω σε κάτι ή κάποιον: Η μοτοσικλέτα ~ησε στο μπροστινό μέρος του οχήματος (πβ. συγκρούομαι, τρακάρω). Η μπάλα ~ησε στο δοκάρι/ταμπλό. ~ημένο: αυτοκίνητο (= τρακαρισμένο).|| (προσκρούω πάνω σε κάτι και τραυματίζομαι:) ~ησα στο κεφάλι/στο πόδι. Έχω μώλωπες στο σημείο που ~ησα. Γλίστρησε και ~ησε. Τον ~ησε φορτηγό. ~ημένο: χέρι (= τραυματισμένο).|| (μτφ.) Τον ~ησε κεραυνός/το ρεύμα. Μέρος που το ~άει ο αέρας/άνεμος. Με ~ησε (= βάρεσε) η ζέστη (στο κεφάλι). Σε έχει ~ήσει ο έρωτας κατακούτελα. 4. προκαλώ καταστροφή, προσβάλλω, πλήττω: ~ τον αντίπαλο (πβ. επιτίθεμαι). Οι ληστές έχουν ~ήσει πολλές φορές στη γειτονιά (πβ. κλέβω, ληστεύω). ~ησε ο εγκέλαδος/τυφώνας.|| Επικίνδυνος ιός ~ά τους υπολογιστές (πβ. βλάπτω).|| (μτφ.) Τα σκάνδαλα ~ούν τον αθλητισμό. Οικονομία/χώρα που έχει ~ηθεί από την κρίση. 5. (μτφ.-προφ.) αντιμετωπίζω αποτελεσματικά προβληματική ή ανταγωνιστική κατάσταση: ~ούν τη διαφθορά/το κατεστημένο/το παραεμπόριο (πβ. καταπολεμώ, πατάσσω).|| Με το νέο μοντέλο η επιχείρηση θα ~ήσει την αγορά. Πβ. ανταγωνίζομαι. 6. ανακατεύω, κουνώ με δύναμη: ~ τον φραπέ. ~ τα υλικά στο γουδί/μίξερ/μπλέντερ/σέικερ. ~άμε τ' ασπράδια στο μπολ να γίνουν μαρέγκα. Πβ. αναδεύω, αναταράζω. 7. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω στόχο, κατακτώ κάτι ή εκτελώ έργο με έντονο τρόπο: Η εκπομπή ~άει υψηλά νούμερα τηλεθέασης. Η ομάδα θα προσπαθήσει να ~ήσει μετάλλιο/την πρώτη θέση (πβ. διεκδικώ). ~ησα ένα φόρεμα στις εκπτώσεις (: αγόρασα)! Η θερμοκρασία ~ησε τους (: ανέβηκε στους) 38 βαθμούς. Πάμε να ~ήσουμε μπριζόλες (: να τσακίσουμε, φάμε).|| ~ (: δουλεύω) δεκάωρα κάθε μέρα στη δουλειά. (στρατιωτική αργκό) ~άει σκοπιές/υπηρεσίες (: κάνει). 8. (μτφ.-προφ.) υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι που έκανε, κατακρίνοντάς τον: Άργησα κι εγώ μια φορά και θα μου το ~άς (= κοπανάς) συνέχεια; 9. (μτφ.-προφ.) κατηγορώ, επικρίνω: ~άνε το έργο του. Τους ~άνε τα ΜΜΕ. Πβ. βάλλω, μέμφομαι, πολεμώ. ● Παθ.: χτυπιέμαι (προφ.): κάνω εντατικά ή με ένταση κάτι· εκδηλώνω με έντονες σωματικές κινήσεις την οργή ή τα νεύρα μου: ~ιέται στο γυμναστήριο/στα κλαμπ (: χορεύει έντονα).|| ~ιόταν φωνάζοντας. Πβ. οδύρομαι. ΣΥΝ. κοπανιέμαι ● ΦΡ.: μου χτυπάει & χτυπάει (προφ.): μου προκαλεί εντύπωση, συνήθ. αρνητική: Δεν ~ ~ησε καλά αυτό που είπε. ~ ~ησαν άσχημα αυτά που διάβασα. Η αντίδρασή/το ύφος του χτυπάει περίεργα. Βλ. μου φαίνεται., που να/(όσο) και να χτυπιέσαι (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει σε καμιά περίπτωση, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος: ~ ~ δεν θα σε δεχτεί. Δεν τους ξαναδίνω λεφτά ~ ~ιούνται κάτω., χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!: ως έκφραση αποτροπής δυσάρεστων καταστάσεων, που συχνά συνοδεύεται από αντίστοιχη κίνηση: ~ ~! Είμαι μια χαρά στην υγεία μου. Βλ. ματιάζω. ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, κούφια η ώρα (που τ' ακούει), φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου!, χτυπάει τις τιμές (στο εμπόριο): παρέχει υπηρεσίες, πουλά προϊόντα σε ανταγωνιστικές ή αντίθετα σε αρκετά υψηλές τιμές: Η εταιρεία με πιο φτηνές χρεώσεις έρχεται να ~ήσει ~.|| Δεν υπάρχει άλλο μαγαζί στην περιοχή και έτσι ~ ~ (ΑΝΤ. μειώνει, ρίχνει τις τιμές)., χτυπάω εκεί που πονάει (μτφ.): θίγω το ευαίσθητο σημείο: Οι δηλώσεις/υπαινιγμοί του ~άνε εκεί που πονάμε περισσότερο., χτυπάω κάρτα: εισάγω κάρτα σε μηχάνημα, για να καταγραφεί η ώρα προσέλευσης ή αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας· γενικότ. δίνω το παρών κάπου μια συγκεκριμένη ώρα: ~ει ~ στην υπηρεσία του.|| (μτφ.) ~άμε ~ κάθε μεσημέρι στην καφετέρια., βαράει προσοχή/προσοχές βλ. προσοχή, βαράω/χτυπάω ενέσεις βλ. ένεση, βαράω/χτυπάω μπιέλα/μπιέλες βλ. μπιέλα, βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) βλ. κεφάλι, βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι βλ. μάτι, για ποιον χτυπά(ει) η καμπάνα; βλ. καμπάνα1, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο βλ. καρδιά, θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι! βλ. χταπόδι, κάτι μου χτυπάει την πόρτα βλ. πόρτα, λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια βλ. γέλιο, μου τη δίνει/μου τη σπάει βλ. δίνω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω βλ. κώλος, στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο βλ. κόκκινος, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος, χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι βλ. κεφάλι, χτυπάει/κρούει το καμπανάκι βλ. καμπανάκι, χτυπάω πόρτες βλ. πόρτα, χτύπησε κέντρο βλ. κέντρο, χτυπιέμαι (κάτω) σαν χταπόδι βλ. χταπόδι, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα, χτυπώ φλέβα βλ. φλέβα, χτυπώ/αντιμετωπίζω/καταπολεμώ/πολεμώ το κακό στη ρίζα του βλ. ρίζα, χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό βλ. ψαχνό [< μεσν. χτυπώ < αρχ. κτυπῶ ‘αντηχώ, βροντώ’]

ψιλοπονάω

ψιλοπονάω ψι-λο-πο-νά-ω ρ. (αμτβ. κ.μτβ.) (προφ.): πονώ λίγο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.