πορνογραφία πορ-νο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): περιγραφή ή/και αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων με στόχο την ερωτική διέγερση· συνεκδ. το σύνολο των πορνογραφικών έργων: διαδικτυακή/παιδική ~. Κύκλωμα παιδικής ~ας (. Πβ. βιομηχανία του σεξ. Βλ. -γραφία. || Το βιβλίο αυτό είναι σκέτη ~ (= σκέτο πορνογράφημα). ● ΣΥΜΠΛ.: εκδικητική πορνογραφία: διαδικτυακή προβολή για λόγους εκδίκησης σεξουαλικών φωτογραφιών ή κυρ. βίντεο χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου που εμφανίζεται σε αυτό. Πβ. διαδικτυακός εκβιασμός.Βλ. σέξτινγκ. [< αγγλ. revenge porn, 2007] [< γαλλ. pornographie, αγγλ. pornography, ιταλ. pornografia – γαλλ. pédopornography, 1992]
-γραφία
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~.2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~.3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~.4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~.5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
σεξτινγκ
σεξτινγκ σεξ-τέ-το ουσ. (ουδ.): αποστολή, μέσω υπολογιστή ή κινητού τηλεφώνου, αισθησιακών μηνυμάτων, σχετικών φωτογραφιών ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου. Βλ. εκδικητική πορνογραφία. [< αμερικ. sexting, 2005 < sex+(tex)ting, ιταλ. ~, 2009]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.