Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πορτοκαλής , -ιά, -ί πορ-το-κα-λής επίθ. & πορτοκαλί {άκλ.} (προφ.): που έχει το χρώμα του πορτοκαλιού, ανάμεσα στο κίτρινο και το κόκκινο: ~ής: ήλιος. ~ιά: απόχρωση/φλούδα. ~ί: κραγιόν/ύφασμα/φανάρι/φως. ~ί/ιές: ανταύγειες. ΣΥΝ. πορτοκαλόχρωμος ● Ουσ.: πορτοκαλί (το) {άκλ.}: το αντίστοιχο χρώμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κεχριμπαρένιο/πορτοκαλί κουτί βλ. κουτί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο

κουτί

κουτίκου-τί ουσ. (ουδ.) {κουτ-ιού | -ιών} 1. αντικείμενο, συνήθ. με επίπεδη ορθογώνια ή κυκλική βάση και ανάλογο καπάκι, για αποθήκευση, μεταφορά, συσκευασία ή φύλαξη πραγμάτων· συνεκδ. το περιεχόμενό του: άδειο/ανοιχτό/βελούδινο/επίτοιχο/κλειστό/μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό/σφραγισμένο/ταχυδρομικό (πβ. γραμματοκιβώτιο)/τετράγωνο/χάρτινο (πβ. χαρτόκουτο) ~. ~ άμμου (για γάτες). ~ εργαλείων (πβ. εργαλειοθήκη)/κοσμημάτων (πβ. κοσμηματοθήκη)/μπογιάς/τσιγάρων. ~ παραπόνων/πρώτων βοηθειών (πβ. κυτίον). ~ αμπαλάζ/δώρου/πολυτελείας. ~ των δέκα φιαλιδίων. ~ από πλέξιγκλας/για παπούτσια. Προϊόντα συσκευασμένα σε ~. Ανοίγω/γεμίζω/κλείνω το ~. Βγάλτε τη συσκευή από το ~ (πβ. θήκη). Το ~ περιέχει δύο φακούς. Οδηγίες χρήσεως θα βρείτε στο ~. Πωλείται κινητό τηλέφωνο σε άριστη κατάσταση, στο ~ του (: καινούργιο).|| Ένα ~ (με) γλυκά/σοκολάτες/σπίρτα. Πβ. πακέτο. Βλ. κιβώτιο, κούτα.|| (κατ' επέκτ.) Ηλεκτρολογικό/μαγικό/μουσικό (: με μηχανισμό που παράγει μελωδίες) ~. Ηλεκτρονικό ~ ελέγχου. ~ διακόπτη. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κειμένου (πβ. πλαίσιο). 2. (ειδικότ.) δοχείο με συσκευασμένα τρόφιμα ή ποτά, που διατίθεται στο εμπόριο: ~ αναψυκτικού/καφέ. Μπίρα σε ~. Ένα ~ γάλα/μπισκότα/σαρδέλες/χυμό ντομάτας. Ανακινήστε καλά το ~ πριν από τη χρήση. Βλ. κονσέρβα, περιέκτης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το κύριο τμήμα ενός υπολογιστή και ειδικότ. το μεταλλικό περίβλημα που περιέχει τη μητρική πλακέτα. 4. (μτφ.) κλειστό, στενό κτίριο ή γενικότ. χώρος από μπετόν: τσιμεντένιο ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Διαμερίσματα/σπίτια-~ιά. Πβ. κλουβί, φυλακή. 5. & γυάλινο/μαγικό κουτί (μτφ.-προφ.) τηλεόραση: Κάθονται/χαζεύουν με τις ώρες στο ~. Πβ. γυαλί, χαζοκούτι. ● Υποκ.: κουτάκι (το): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: κεχριμπαρένιο/πορτοκαλί κουτί: ΟΙΚΟΝ. μέτρα στήριξης της παραγωγής και των τιμών των αγροτικών προϊόντων. [< αγγλ. amber/orange box] , μαύρο κουτί 1. ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονικά όργανα που καταγράφουν πληροφορίες σχετικά με την πτήση αεροσκάφους κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησής της και μπορούν, σε περίπτωση δυστυχήματος, να βοηθήσουν στην εξακρίβωση των αιτίων. || (κατ' επέκτ., αντίστοιχος μηχανισμός σε πλοίο ή τρένο:) Ανασύρθηκε/εντοπίστηκε το ~ ~ του κρουαζιερόπλοιου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε λειτουργεί με άγνωστο μηχανισμό ή παραμένει μυστήριο: το ~ ~ της ψυχής. [< αγγλ. black box, περ. 1945] , μπλε κουτί 1. ΟΙΚΟΝ. μέτρα γεωργικής πολιτικής για τον περιορισμό της παραγωγής αγροτικών προϊόντων. 2. (παλαιότ.) μικρή συσκευή παραγωγής ηχητικών τόνων, με την οποία ήταν δυνατό να αποκτήσει κάποιος παράνομα πρόσβαση σε τηλεφωνικό δίκτυο και να κάνει δωρεάν τηλεφωνήματα., πράσινο κουτί: ΟΙΚΟΝ. μέτρα γεωργικής πολιτικής, τα οποία, από τη φύση τους, είναι τελείως ανεξάρτητα από το επίπεδο της παραγωγής και των τιμών των αγροτικών προϊόντων. ● ΦΡ.: βάζω σε κουτάκια (μτφ.-προφ.): κατηγοριοποιώ: Μη ~εις ~ τους ανθρώπους (: μην τους βάζεις ταμπέλα)., του κουτιού (προφ.) 1. καινούργιος, αχρησιμοποίητος: Το μηχάνημα είναι ~ ~. ΑΝΤ. μεταχειρισμένος 2. με ωραία ενδυμασία, εμφάνιση: Ντυμένος ~ ~. ΣΥΝ. στην τρίχα/πένα, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι [< μεσν. κουτί, αγγλ. box, γαλλ. boîte]

τηλέφωνο

τηλέφωνοτη-λέ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώνου} 1. ΤΗΛΕΠ. -ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή, συνήθ. με πίνακα πλήκτρων από το μηδέν έως το εννέα, που μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αντίστροφα, επιτρέποντας την τηλεπικοινωνία· συνεκδ. τηλεφώνημα: αναλογικό ή ψηφιακό/ασύρματο ή ενσύρματο/έξυπνο (= σμάρτφον) κινητό/ντούμπλεξ/φορητό ~. ~ τοίχου. ~ με μετρητή ή τηλεκάρτα/με φωτιζόμενη οθόνη/(παλαιότ.) με καντράν. ~ για το κοινό (= δημόσιο/κοινόχρηστο ~). Πενταψήφιο ~. Βάση/καλώδιο/μνήμη/ρυθμίσεις/φις ~ώνου. Συναλλαγές/σύνδεση (στο ίντερνετ) μέσω ~ώνου. Τον καλώ στο ~, αλλά δεν απαντά. Χτυπάει το ~. Το ~ είναι νεκρό (= δεν δίνει σήμα, δεν λειτουργεί). Σήκωσε το ~ (ενν. το ακουστικό). Μου έκλεισε το ~. Ποιος είναι στο ~; Σε ζητούν στο ~. Μιλώ στο ~. Πληροφορίες από το ~/(λόγ.) από (/διά) ~ώνου. Βλ. βιντεο~, εικονο~, θυρο~, καρτο~, κερματο~, μικρο~, πολυ~, ραδιο~.|| (Υπερ)αστικό ~. Κάνε μου/πάρε με ένα ~ (= τηλεφώνησέ μου).|| (ως παιχνίδι:) Μουσικό ~. 2. ΤΗΛΕΠ. (συνεκδ.) τηλεφωνική σύνδεση ή τηλεφωνικό δίκτυο· ειδικότ. τηλεφωνικός αριθμός: ~ ενδοεπικοινωνίας. Μεταφορά/νούμερο/φραγή ~ώνου. Είμαστε χωρίς ~. Οικόπεδο με φως και ~. Δεν έχει/δεν της έχουν βάλει ακόμα ~. Ήρθε το ~ (= ο λογαριασμός). Η νέα γραμμή ~ώνου δεν έχει ενεργοποιηθεί. Δεν πλήρωσαν το ~ και τους το έκοψαν.|| Εσωτερικό (π.χ. γραφείου)/προσωπικό ~. Χρήσιμα ~α. ~ (έκτακτης) ανάγκης/δρομολογίων/εξυπηρέτησης κοινού/επικοινωνίας/καταγγελιών/παραπόνων/προσωπικού/τεχνικής υποστήριξης/υπηρεσιών. Ατζέντα/ευρετήριο/κατάλογος ~ώνων. Δώσε μου το ~ό σου. Να ανταλλάξουμε ~α. 3. (κατ' επέκτ.) απόληξη της μπαταρίας του λουτρού: σπιράλ και στήριγμα ~ώνου. ● Υποκ.: τηλεφωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο: απόρρητη τηλεφωνική γραμμή, συνήθ. για άμεση επικοινωνία ή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς): ~ ~ μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Πβ. κόκκινη γραμμή. [< γαλλ. téléphone rouge] , πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, σταθερό τηλέφωνο βλ. σταθερός ● ΦΡ.: δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο (προφ.): δίνω σε κάποιον το τηλέφωνο να μιλήσει ή τον συνδέω με τηλεφωνική γραμμή: Μου ~ετε στο τηλέφωνο, παρακαλώ, τον ...;, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές (μτφ.-προφ.): για αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις: ~ ~ του σταθμού από πολίτες που ζητούσαν πληροφορίες. Αναγνώστες έσπασαν τα τηλέφωνα της εφημερίδας., κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο: μετακινώ το ακουστικό από την κανονική του θέση και το τοποθετώ σε τέτοια, ώστε να μη λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή και να μην μπορώ να δεχτώ κλήση· κλείνω το τηλέφωνο., σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο 1. ομαδικό παιχνίδι, κατά το οποίο μια λέξη ή φράση μεταφέρεται από παίκτη σε παίκτη ψιθυριστά και γρήγορα, ώστε συχνά να ανακοινώνεται από τον τελευταίο παραποιημένη. 2. (μτφ.) για πληροφορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα διαστρεβλωμένη., το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει (προφ.): όταν ακούγεται παρατεταμένος ήχος στο ακουστικό, ενδεικτικό ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη., κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο [< γαλλ. téléphone, αγγλ. telephone]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.