Ποσειδώνας Πο-σει-δώ-νας ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο όγδοος (σε απόσταση από τον Ήλιο) πλανήτης του ηλιακού συστήματος: οι δακτύλιοι/δορυφόροι του ~α.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ο ~ στον Υδροχόο (: στον αστρολογικό χάρτη). [< αρχ. Ποσειδῶν, νεολατ. Neptunus, γαλλ.-αγγλ. Neptune]
ποσειδωνία πο-σει-δω-νί-α ουσ. (θηλ.) & ποσειδώνια: ΒΟΤ. ποώδες, αγγειόσπερμο φυτό (επιστ. ονομασ. Posidonia oceanica), το οποίο φυτρώνει στον βυθό παράκτιων περιοχών της Μεσογείου, συμβάλλει σημαντικά στην οξυγόνωση του νερού, προσφέρει ενέργεια στην τροφική αλυσίδα και προστατεύει τις ακτές από τη διάβρωση: λιβάδια ~ίας. Βλ. φύκι, φυκιάδα. [< γαλλ. posidonie, αγγλ. posidonia]
ποσειδώνιο πο-σει-δώ-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. υπερουράνιο ραδιενεργό μέταλλο (σύμβ. Νp, Ζ 93) το οποίο ανήκει στη σειρά των ακτινιδών και παράγεται τεχνητά από το ουράνιο. ΣΥΝ. νεπτούνιο [< γαλλ. neptunium, 1940, αγγλ. ~, 1941]
ποσέτ πο-σέ ουσ. (ουδ.):1. τετράγωνο μαντίλι που μπαίνει ως διακοσμητικό στην πάνω αριστερή μικρή τσέπη του ανδρικού σακακιού. 2. μικρή γυναικεία τσάντα. [< γαλλ. pochette]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.