Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ποτήρι πο-τή-ρι ουσ. (ουδ.) {ποτηρ-ιού}: μικρό δοχείο από το οποίο πίνει κάποιος· συνεκδ. το περιεχόμενό του ή/και η αντίστοιχη ποσότητα: γυάλινο/κρυστάλλινο ~. Κολονάτο/κοντό/χαμηλό/ψηλό ~. ~ σωλήνας. ~ (του) κοκτέιλ/κονιάκ/κρασιού (= κρασοπότηρο)/νερού (= νεροπότηρο)/ούζου/ουίσκι/φραπέ. ~ (της) μπίρας/σαμπάνιας. Ο πάτος/το πόδι/τα χείλη του ~ιού. ~ γευσιγνωσίας/παγωτού. ~ια μιας χρήσης (: πλαστικά ή χάρτινα). ~ (από) φελιζόλ. Σετ ~ια. Γυαλίζω/καθαρίζω/πλένω/σκουπίζω το ~. Έσπασε/ράγισε το ~. Γέμισε το ~ (με) χυμό. Τσούγκρισαν τα ~ια τους. Βλ. κούπα, κύπελλο, δισκο-, ρακο-πότηρο.|| Άδειασε/κατέβασε το ~ (= ποτό) του.|| (σε συνταγές) Βάζετε/προσθέτετε ένα/μισό ~ αλεύρι/γάλα/ζάχαρη. Βλ. μεζούρα, φλιτζάνι.|| (ΧΗΜ.) ~ ζέσης. Βλ. -τήρι. ● Υποκ.: ποτηράκι (το): ~ (του) λικέρ/τσαγιού.|| Πίνουν πού και πού κανένα ~ (ενν. κρασί ή άλλο αλκοολούχο ποτό).|| (σε συνταγές) Ρίχνετε ένα ~ λάδι (βλ. φλιτζανάκι). ● Μεγεθ.: ποτήρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γερό ποτήρι (προφ.): άτομο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, συνήθ. χωρίς να μεθά εύκολα: Είναι ~ ~. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από την αρνητική τους πλευρά., να το(ν)/την πιεις στο ποτήρι (μτφ.-προφ.): για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο, ελκυστικό ή συναρπαστικό: Μια κούκλα, να την ~ ~!|| Μια θάλασσα να την ~ ~!, πίνω το πικρό ποτήρι & (σπάν.) (κατα)πίνω/παίρνω το πικρό χάπι (μτφ.-προφ.): υφίσταμαι ψυχική δοκιμασία, στενοχωριέμαι πολύ: Ήπιε ~ ~ της απόρριψης. Ήπιαν αδιαμαρτύρητα ~ ~., σηκώνω/υψώνω το ποτήρι: κάνω πρόποση: Ύψωσε ~ του στην υγεία των παρευρισκοµένων., (ούτε) ένα ποτήρι νερό βλ. νερό, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, ξεχείλισε το ποτήρι βλ. ξεχειλίζω, τρικυμία εν ποτηρίω βλ. τρικυμία [< μεσν. ποτήρι(ν) < αρχ. ποτήριον]
  • ποτηριά πο-τη-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.): το περιεχόμενο μεγάλου συνήθ. ποτηριού. Βλ. κουταλιά. [< μεσν. ποτηριά]
  • ποτηριέρα πο-τη-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.): κατασκευή επαγγελματικού εξοπλισμού για την τοποθέτηση ποτηριών σε μαγαζιά εστίασης, κυρ. καφετέριες: ~ με συρόμενες πόρτες. Βλ. -ιέρα.
  • ποτηριέρης πο-τη-ριέ-ρης ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το πλύσιμο και την τοποθέτηση ποτηριών σε ποτηριέρες. Βλ. -ιέρης, λαντζέρης.
  • ποτήριο πο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) & ποτήριον (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. ποτήρι: το Άγιο ~ (= το άγιο/ιερό δισκοπότηρο). ● ΦΡ.: παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο (ΚΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν επιθυμεί να αναλάβει κάτι που το θεωρεί δύσκολο ή δυσάρεστο: ~ ~. Δική σου η ευθύνη. Πβ. άπαγε απ' εμού. [< αρχ. ποτήριον]

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ιέρης

-ιέρης {-ιέρηδες | θηλ. -ιέρα, -ιέρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει επαγγελματία: γκαραζ-ιέρης/γονδολ~/καμηλ~/πορτ~.|| Καμαρ-ιέρα.|| Τιμον-ιέρης.

κούπα

κούπα κού-πα ουσ. (θηλ.) 1. φαρδύ κύπελλο ημισφαιρικού σχήματος για ροφήματα και συνεκδ. η ποσότητα που χωρά: αναμνηστική/γυάλινη/διαφημιστική/πήλινη/πλαστική/πορσελάνινη/χρωματιστή ~.|| Μια ~ γάλα/καφέ. (συχνά ως δοσομετρητής) Μισή ~ αλεύρι/ζάχαρη. Για κάθε ~ ρύζι υπολογίζουμε τρεις ~ες νερού. Πβ. φλιτζάνι. Βλ. ποτήρι. 2. (αθλητική αργκό) κύπελλο που αποτελεί το έπαθλο σε αθλητική διοργάνωση: Η ομάδα έχασε/κέρδισε/πήρε την ~. Και φέτος θα (τη) σηκώσουμε την ~! Βλ. ευρω~. 3. φύλλο της τράπουλας με διακριτικό σύμβολο μια κόκκινη καρδιά: ντάμα ~. Βλ. καρό, μπαστούνι, σπαθί.|| ~ες (: είδος χαρτοπαιγνίου). ● Υποκ.: κουπάκι (το), κουπίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: την έκανα από κούπες (προφ.): για να δηλωθεί αποτυχία, αμηχανία, δύσκολη θέση: Αν μας πιάσουν, την κάναμε ~. ΣΥΝ. την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη), την κάτσαμε (τη βάρκα) ΑΝΤ. τα καταφέρνω (1) [< 1,2: μεσν. κούπα 3: ιταλ. coppa]

κουταλιά

κουταλιά κου-τα-λιά ουσ. (θηλ.): ποσότητα που χωράει σε ένα κουτάλι: (στη μαγειρική-ζαχαροπλαστική ως δοσομετρητής:) Μια γεμάτη/μεγάλη/μικρή ~ ζάχαρη. Περιχύνουμε το μείγμα με τρεις ~ιές του γλυκού (= κουταλάκια)/της σούπας λάδι. ● Υποκ.: κουταλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοφτό κουταλάκι/κοφτή κουταλιά βλ. κοφτός ● ΦΡ.: πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω [< μεσν. κουταλέα]

μεζούρα

μεζούρα με-ζού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ταινία χωρισμένη συνήθ. σε εκατό ή εκατόν πενήντα εκατοστά για μέτρηση μήκους ή (κυρ. στη ραπτική) διαστάσεων. Πβ. μετροταινία. 2. μικρό δοχείο με το οποίο μετριέται ο όγκος υγρών ή στερεών: (συνήθ. σε συνταγές) Ανακατέψτε μία/μισή ~ ρούμι ...|| Προσθέστε μιάμιση ~ απορρυπαντικό. Πβ. δοσομετρητής. ● ΦΡ.: (μετρώ) με τη μεζούρα/με το υποδεκάμετρο (μτφ.): για να δηλωθεί υπερβολική ακρίβεια, εμμονή στους τύπους: Μετρούσε με τη ~ τον χρόνο ομιλίας του κάθε καλεσμένου. Μετρά τα λάθη των άλλων με το ~. [< ιταλ. mesura]

μισογεμάτος

μισογεμάτος, η, ο [μισογεμᾶτος] μι-σο-γε-μά-τος επίθ.: που είναι γεμάτος ως τη μέση ή που δεν είναι εντελώς γεμάτος: ~ο: δοχείο/γήπεδο. Πβ. μισοάδειος. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο (μτφ.): είμαι αισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά.

νερό

νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)!νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]

ξεχειλίζω

ξεχειλίζω ξε-χει-λί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ξεχείλι-σε, -σμένος, ξεχειλίζ-οντας}: (μτφ.) είμαι υπερβολικά γεμάτος από κάτι, συνήθ. συναίσθημα: ~ από ενέργεια/ενθουσιασμό/όρεξη (για κάτι)/περηφάνια/χαρά. Πβ. σφύζω.|| Ο καημός/το πάθος/ο πόνος ~σε. ~σε η οργή του.|| Η αίθουσα ~σε από κόσμο. Πβ. καργάρω, τιγκάρω, φισκάρω, φουλάρω.|| (κατ' επέκτ.) Είναι τόσο παχύς που ~ουν τα λίπη.ξεχειλίζει: (για υγρό) ξεπερνά το χείλος, το όριο, συνήθ. δοχείου ή (για νερά ποταμών ή λιμνών) την κανονική στάθμη: Ο βόθρος/η λεκάνη/η μπανιέρα/ο νιπτήρας ~σε. ~σε το κρασί και χύθηκε έξω από την κανάτα.|| Η κοίτη του ποταμού ~σε από τη βροχή. Πβ. κατακλύζει, πλημμυρίζει, υπερχειλίζει. ● ΦΡ.: ξεχείλισε το ποτήρι: εξαντλήθηκαν τα όρια υπομονής, δεν πάει άλλο: ~ ~ της αγανάκτησης/της υπομονής. Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει., τρέχουν/ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι [< μεσν. ξεχειλίζω]

-τήρι

-τήρι (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση 1. ειδικού αντικειμένου, εργαλείου: ανοιχ~/κλαδευ~/ξυπνη~/σκαλισ~/σουρω~/ψαλ~. 2. (λαϊκό) ενέργειας: ψησ~. 3. συγκεκριμένου χώρου: μονασ~.|| (προφ.) Εργασ~ (πβ. -τήριο). 4. προσώπου: πειραχ~.

τρικυμία

τρικυμία τρι-κυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. φουρτούνα: άγρια/σφοδρή ~ στο πέλαγος. Το πλοίο έπεσε σε ~. Το καράβι προσορμίστηκε λόγω ~ας. Πβ. θαλασσοταραχή, τρικύμισμα. ΑΝΤ. γαλήνη (2), κάλμα, μπουνάτσα (1) 2. (μτφ.) περιπετειώδης κατάσταση ή ψυχική αναστάτωση: κυβερνητική ~. Έρχονται μεγάλες ~ες στην οικονομία. Παραμένει αισιόδοξος εν μέσω ~ας. Πέρασαν αρκετές ~ες (: περιπέτειες, ταλαιπωρίες) φέτος. Πβ. αντιξοότητα, δυσκολία, πρόβλημα.|| ~ στην καρδιά/στο μυαλό/στην ψυχή (πβ. αναταραχή, ταραχή). ● ΦΡ.: τρικυμία εν κρανίω (λόγ.) & τρικυμία στο κρανίο: (συνήθ. ειρων.) σύγχυση του νου, πανικός: ~ ~ επικρατεί στο κόμμα. [< γαλλ. une tempête sous un crâne] , τρικυμία εν ποτηρίω (λόγ.) & τρικυμία στο ποτήρι: για να δηλωθεί αδικαιολόγητη αναταραχή. ΣΥΝ. πολύ κακό για το τίποτα [< 1: αρχ. τρικυμία ‘τρίτο κύμα, τεράστιο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.