Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]


  • πους ουσ. (αρσ.) {ποδ-ός, -α | -ες, -ών} & πόδας 1. (αρχαιοπρ.) πόδι. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μήκους. ● ΣΥΜΠΛ.: μετρικός πους/πόδας: ΜΕΤΡ. σύνολο συλλαβών που αποτελούν τη βασική δομική μονάδα στα μέτρα κυρ. της αρχαίας ποίησης. Βλ. ανάπαιστος, δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος., άκρο πόδι βλ. πόδι ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά πόδας & καταπόδας (λόγ.) 1. (μτφ.) κατά γράμμα, πιστά: ~ησαν ~ το παράδειγμά του. 2. (μτφ.) έχω μικρή (βαθμολογική) διαφορά από κάποιον: Οι αντίπαλοι μας ~ούν ~. 3. πηγαίνω πίσω από κάποιον, συνήθ. παρακολουθώντας τον. Πβ. καταπόδι, ξοπίσω. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα (1), παίρνω (κάποιον) στο κατόπι [< αρχ. κατά πόδας] , επί ποδός (λόγ.): σε ετοιμότητα: ~ ~ πολέμου. Η τροχαία βρίσκεται/τέθηκε ~ ~ για την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας. Πβ. σε εγρήγορση., παρά πόδα & (καταχρ.) παρά πόδας: ΣΤΡΑΤ. (ως παράγγελμα) ο οπλίτης να κρατήσει όρθιο το όπλο δίπλα στο δεξί του πόδι· συνεκδ. η αντίστοιχη θέση. Βλ. αρμ, επ' ώμου. [< αρχ. πούς]
  • πουσάπς που-σάπς ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} & πους-απς: ΓΥΜΝ. κάμψεις: Κάνει ~. [< αγγλ. push-up, 1942, ιταλ. push up, 1994]
  • πούσι πού-σι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (λογοτ.) ομίχλη, κυρ. κοντά σε θάλασσα: πηχτό/πυκνό ~. Πβ. αχλή, καταχνιά. 2. στρώμα από πευκοβελόνες που σχηματίζεται κάτω από πεύκο. [< τουρκ. pus]
  • πουσταριό που-στα-ριό ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού) 1. (περιληπτ.) πλήθος από ομοφυλόφιλους άντρες. Βλ. -αριό. 2. (εμφατ.) πούστης. Βλ. πουταναριό.
  • πουστεύω που-στεύ-ω ρ. (αμτβ.) {πούστεψε} (λ. ταμπού): γίνομαι ομοφυλόφιλος.
  • πούστης πού-στης ουσ. (αρσ.) {πούστηδες} (λ. ταμπού) 1. (μειωτ.) ομοφυλόφιλος άντρας. Πβ. αδελφή, κίναιδος, συκιά. 2. (υβριστ.) άτιμος, ύπουλος άντρας. 3. (οικ.) ως έκφραση έκπληξης ή θαυμασμού: Τα κατάφερε ο ~! 4. ως οικεία προσφώνηση μεταξύ νέων: Έλα ρε ~η μου να πάμε σινεμά! Πβ. μαλάκας. ● Υποκ.: πουστάκος (ο), πουσταρέλι (το) ● Μεγεθ.: πουστάρα (η), πουσταράς (ο) (επιτατ.), πούσταρος (ο) ● ΦΡ.: ε, του πούστη (πια): ως έκφραση αγανάκτησης: ~ ~, θα το περάσω το μάθημα αυτή τη φορά! Πβ. του κερατά! [< τουρκ. puşt]
  • πουστιά που-στιά ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού): ανέντιμη ή ύπουλη ενέργεια ή συμπεριφορά σε βάρος κάποιου. Πβ. μπινιά. Βλ. πουτανιά.
  • πούστικος , η, ο πού-στι-κος επίθ. (λ. ταμπού) 1. που σχετίζεται με τον πούστη: ~η: εμφάνιση. Πβ. αδερφίστικος.|| ~ο: φέρσιμο. Πβ. ανέντιμος, άτιμος, ύπουλος. 2. {στο ουδ.} κάτι που προκαλεί δυσκολίες, ταλαιπωρία, εκνευρισμό. Πβ. κέρατο. ● επίρρ.: πούστικα
  • πουστόγερος που-στό-γε-ρος ουσ. (αρσ.) (υβριστ.): ηλικιωμένος άντρας, συνήθ. ομοφυλόφιλος. Βλ. κωλόγερος.
  • πούστρα πού-στρα ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού): θηλυπρεπής ή ομοφυλόφιλος άντρας. Πβ. αδελφή, λούγκρα, συκιά.

ανάπαιστος

ανάπαιστος [ἀνάπαιστος] α-νά-παι-στος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αίστου}: ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή και στην αρχαία ελληνική από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος στίχος. Βλ. δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος. [< αρχ. ἀνάπαιστος, γαλλ. anapeste, αγγλ. anapest]

-άριο

-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).

αρμ

αρμ [ἄρμ] επιφών.: ΣΤΡΑΤ. τμήμα παραγγέλματος για την εκτέλεση ασκήσεων με όπλο: Επ' ώμου, ~! Παρά πόδα, ~! Παρουσιάστε, ~! [< γαλλ. φρ. (présentez) armes!]

κωλόγερος

κωλόγερος κω-λό-γε-ρος ουσ. (αρσ.) (υβριστ.): ηλικιωμένος άνδρας, συνήθ. δύστροπος ή ανήθικος. Πβ. παλιό-, σκατό-γερος. Βλ. πορνό-, πουστό-γερος.

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

πουταναριό

πουταναριό που-τα-να-ριό ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού) 1. (περιληπτ.) πλήθος από πουτάνες ή γυναίκες προκλητικά ντυμένες. Βλ. -αριό. 2. (εμφατ.) πόρνη. Βλ. πουσταριό. 3. οίκος ανοχής, μπουρδέλο.

πουτανιά

πουτανιά που-τα-νιά ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού) 1. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει την πόρνη. 2. ανήθικη, δόλια πράξη ή συμπεριφορά. Βλ. πουστιά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.