πουτάνα που-τά-να ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού) 1. (μειωτ.) πόρνη. 2. (υβριστ.) ανήθικη ή ανέντιμη γυναίκα: Η ~ με εξαπάτησε!|| (ως επίθ.) ~ κοινωνία/τύχη. Πβ. καριόλα, κουφάλα, ρουφιάνα.3. ως έκφραση έκπληξης ή θαυμασμού για καπάτσα γυναίκα: Τα κατάφερε η ~ (: η άτιμη)! ● Υποκ.: πουτανάκι (το), πουτανίτσα (η) ● Μεγεθ.: πουτανάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά πουτάνα (προφ.): πρόσωπο ιδιαίτερα πεπειραμένο και πονηρό, που είναι δύσκολο να το κοροϊδέψεις. Βλ. παλιά καραβάνα. ● ΦΡ.: γίνεται της πουτάνας (το κάγκελο) (προφ.) & (λόγ.-χιουμορ.) της (επί χρήμασι) εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα: για μεγάλη αναταραχή, φασαρία, αναστάτωση: Πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε ~ ~. Μόλις το έμαθε, έγινε ~ ~. Πβ. γίνεται της κακομοίρας. [< μεσν. πουτάνα < ιταλ. puttana]
-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
παλιά
παλιά πα-λιά επίρρ. 1. στο παρελθόν, τον παλιό καιρό: Θυμήθηκα κάτι που είχαμε πει ~. Τίποτα δεν είναι όπως ~. Δεν είναι τόσο καλή όσο ~. Είχα αναφερθεί παλιότερα στο θέμα αυτό. Πβ. άλλοτε, παλαιά.2. (προφ.-ειρων.) για κάτι που θεωρείται γνωστό, αυτονόητο: -Έχεις δίπλωμα οδήγησης; -~! ● ΦΡ.: από παλιά: από το παρελθόν, πολλά χρόνια: Είμαστε φίλοι ~ ~. ● βλ. παλιός [< μεσν. παλιός]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.