Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πουταναριό που-τα-να-ριό ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού) 1. (περιληπτ.) πλήθος από πουτάνες ή γυναίκες προκλητικά ντυμένες. Βλ. -αριό. 2. (εμφατ.) πόρνη. Βλ. πουσταριό. 3. οίκος ανοχής, μπουρδέλο.

-άριο

-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).

πουσταριό

πουσταριό που-στα-ριό ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού) 1. (περιληπτ.) πλήθος από ομοφυλόφιλους άντρες. Βλ. -αριό. 2. (εμφατ.) πούστης. Βλ. πουταναριό.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.