Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 21 εγγραφές  [0-20]


  • πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]
  • πραγματεία πραγ-μα-τεί-α ουσ. (θηλ.): πρωτότυπη και συνήθ. εκτενής επιστημονική μελέτη: ιστορική/κλασική/φιλοσοφική ~. ~ περί του/της ... [< αρχ. πραγματεία]
  • πραγματεύομαι πραγ-μα-τεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {πραγματεύ-τηκα (λόγ.) -θηκα}: εξετάζω σε βάθος, ερευνώ διεξοδικά και αναπτύσσω ένα ζήτημα: Βιβλίο/μελέτη/επιστήμονας που ~εται το θέμα του ρατσισμού. ΣΥΝ. διαπραγματεύομαι (2) [< αρχ. πραγματεύομαι]
  • πραγμάτευση πραγ-μά-τευ-ση ουσ. (θηλ.): εξέταση σε βάθος, διεξοδική έρευνα και ανάπτυξη ενός θέματος: εξαντλητική/επιστημονική/συνολική/σφαιρική/φιλοσοφική ~. Η ~ του προβλήματος. ΣΥΝ. διαπραγμάτευση (2) [< μεσν. πραγμάτευσις]
  • πράγματι πράγ-μα-τι επίρρ.: πραγματικά, αληθινά: Αν θέλεις ~ να με δεις, μπορείς να μου τηλεφωνήσεις. Είναι ~ ο καλύτερος στο είδος του.|| (ως επιβεβαίωση των λεγομένων) ~, έτσι έγινε/ειπώθηκε. Είναι ~ λυπηρό αυτό που της συνέβη. Ήταν ~ ένα συναρπαστικό θέαμα. ΣΥΝ. όντως [< αρχ. πράγματι, γαλλ. de fait]
  • πραγματικός , ή, ό πραγ-μα-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην πραγματικότητα, που υπάρχει στα αλήθεια: ~ός: κίνδυνος (ΣΥΝ. υπαρκτός)/ρόλος. ~ή: (ΜΑΘ.) ανάλυση/απειλή/δουλειά/ευκαιρία/ιστορία/προϋπηρεσία. ~ό: αντικείμενο/γεγονός/δίλημμα/(ΦΥΣ.) είδωλο (ΑΝΤ. φανταστικό)/μέγεθος/μήνυμα/νόημα/περιεχόμενο/περιστατικό/πρόβλημα. ~ά: (ΧΗΜ.) αέρια (βλ. ιδανικά)/αίτια/δεδομένα/δικαιώματα/εγκλήματα/στοιχεία.|| Μόνιμος και ~ πληθυσμός. Αποκαλύφθηκε ο ~ λόγος της παραίτησής του. Δεν έγινε αμέσως αντιληπτή η ~ή αξία του έργου. Η ~ή εικόνα της οικονομίας. Η ~ή της ταυτότητα. Αποκάλυψε το ~ό του όνομα/πρόσωπο. Δεν γνωρίζω ποιες είναι οι ~ές του προθέσεις.|| ~ά: πυρά (ΑΝΤ. άσφαιρα, εικονικά).|| (επιτατ.) ~ός: άντρας/αρχηγός/δικαιούχος. Είναι ένας ~ φίλος.|| (επιτατ.-μτφ.) ~ό: μαρτύριο. Το μουσείο αποτελεί ένα ~ό στολίδι στην περιοχή.|| ~ά: έργα τέχνης (= αληθινά, γνήσια).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός/πληθωρισμός. ~ό: έλλειμμα/επιτόκιο/κόστος. ~ά: εισοδήματα/έσοδα. ΑΝΤ. ονομαστικός.|| (ως ουσ.) Το ~ό (= η πραγματικότητα). ΑΝΤ. ανύπαρκτος (1), εικονικός (1), προσποιητός, φαινομενικός, ψεύτικος (1) 2. ΝΟΜ. που σχετίζεται με κάποιο περιουσιακό στοιχείο, με εμπράγματη σχέση δικαίου: ~οί: φόροι (ΑΝΤ. προσωπικοί). ~ή δουλεία επί ακινήτου.|| ~ή: κύρωση (= διάταγμα που ρυθμίζει οριστικά τις αρχές θεμελιώδους ζητήματος). ● επίρρ.: πραγματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στα αλήθεια, όντως: Τι ~ αλλάζει/αξίζει/έγινε/συνέβη; Αποτελεί/είναι ένα ~ μεγάλο βήμα. Είναι ~ απελπισμένος/ελεύθερος/ευτυχισμένος. Τον έχεις ~ ανάγκη; Είναι ~ δύσκολο να ... ΣΥΝ. τωόντι & τω όντι ● ΣΥΜΠΛ.: πραγματικός χρόνος εργασίας: ο χρόνος κατά τον οποίο ο μισθωτός βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του: δικαίωμα αποζημίωσης με βάση τον ~ό ~ο ~., πραγματική/τρέχουσα αξία βλ. αξία, πραγματικό κεφάλαιο βλ. κεφάλαιο, πραγματικός αριθμός βλ. αριθμός, πραγματικός μισθός βλ. μισθός, πραγματικός χρόνος βλ. χρόνος [< μτγν. πραγματικός, γαλλ. réel, αγγλ. real]
  • πραγματικότητα πραγ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): οτιδήποτε υπάρχει, υφίσταται ως πράγμα, γεγονός, κατάσταση, σε αντίθεση με τη φαντασία, την αυταπάτη, το όνειρο, το φαινομενικό: αντικειμενική/δυσάρεστη/εφιαλτική/θλιβερή/μεικτή/οδυνηρή/πεζή/πολιτιστική/σύγχρονη/υποκειμενική/χειροπιαστή ~. Η εκπαιδευτική/ελληνική/ευρωπαϊκή/ιστορική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική ~. Παράλληλες ~ες. Αντίληψη/(ΨΥΧΑΝ.) η αρχή/όψεις της ~ας. ~ ή ψευδαίσθηση; Μια άποψη της ~ας. Επαναφορά/προσαρμογή/προσγείωση στην ~. Φυγή από την ~. Η ~ των αριθμών. Η καθημερινή ~ της αγοράς/του σχολείου. Ανάγκες/αντιμετώπιση/κατανόηση της σημερινής/σύγχρονης ~ας. Καμία από τις δύο εκδοχές δεν ανταποκρίνεται στην ~. Έκανε το όνειρό του ~ (: το πραγματοποίησε). Η ~ ξεπερνάει τη φαντασία. Η βία εξακολουθεί να είναι μια ζωντανή ~. Βρέθηκε/ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληρή/την ωμή ~. Είναι αστείο, αλλά δεν απέχει πολύ από την ~. Ξεκίνησε με όνειρα, όμως γρήγορα επανήλθε στην ~. Δημιουργήθηκε/διαμορφώθηκε μια νέα ~. Δεν έχει αίσθηση της ~ας. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. φαινομενικότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εικονική πραγματικότητα βλ. εικονικός, επαυξημένη πραγματικότητα: ΤΕΧΝΟΛ. διευρυμένη έννοια της πραγματικότητας με τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας. [< αγγλ. augmented reality, 1992] ● ΦΡ.: έγινε πραγματικότητα: πραγματοποιήθηκε: Η ευχή του ~ ~. Ένα μεγάλο όραμα γίνεται ~ (= υλοποιείται)., εκτός πραγματικότητας: για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν αντιλαμβάνεται τα πραγματικά δεδομένα: Βρίσκεται/είναι/ζει ~ ~. Οι δηλώσεις τους είναι ~ ~., στην πραγματικότητα: στ' αλήθεια: ~ ~ δεν πρόκειται για καταστροφή, αλλά για κρίση. Νομίζει ότι είναι παντογνώστης, αλλά ~ ~ δεν ξέρει τίποτα. ΣΥΝ. στην ουσία.|| Η κατάσταση δεν είναι έτσι ~ ~ (= πραγματικά)., επαφή με την πραγματικότητα βλ. επαφή, προσγειώνω κάποιον στην πραγματικότητα βλ. προσγειώνω [< μεσν. πραγματικότης, γαλλ. réalité, αγγλ. reality, βλ. αγγλ. augmented reality, 1992]
  • πραγματισμός πραγ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεωρία, σύμφωνα με την οποία αληθινή αξία υπάρχει μόνο σε ό,τι είναι πρακτικά ωφέλιμο για τον άνθρωπο και προάγει τη ζωή· κατ' επέκτ. η σχετική αντίληψη και συμπεριφορά. || Πολιτικός ~. Αντιμετωπίζει τα πάντα με ~ό, χωρίς συναισθηματισμούς. Πβ. ρεαλ-, ωφελιμ-ισμός. [< γαλλ. réalisme, pragmatisme, αγγλ. pragmatism]
  • πραγματιστής πραγ-μα-τι-στής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. πραγματίστρια} 1. αυτός που σκέφτεται και ενεργεί με βάση την πραγματικότητα και γενικότ. την πρακτική πλευρά των πραγμάτων. ΣΥΝ. ρεαλιστής (1) 2. πρόσωπο που ασπάζεται τη θεωρία του πραγματισμού. [< 1: γαλλ. réaliste 2: γαλλ. pragmatiste, 1909, αγγλ. pragmatist]
  • πραγματιστικός , ή, ό πραγ-μα-τι-στι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον πραγματισμό: ~ή: αντίληψη/προσέγγιση. ● επίρρ.: πραγματιστικά [< γαλλ. pragmatique, pragmatiste, 1909, αγγλ. pragmatistic, 1906]
  • πραγματογνώμονας πραγ-μα-το-γνώ-μο-νας ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (λόγ.) πραγματογνώμων {-ονος}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. εμπειρογνώμονας.
  • πραγματογνωμοσύνη πραγ-μα-το-γνω-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. εμπειρογνωμοσύνη. Βλ. -οσύνη.
  • πραγματογνωσία πραγ-μα-το-γνω-σί-α ουσ. (θηλ.): επιστημονική και σε βάθος γνώση των πραγμάτων· (παλαιότ.) σχολικό μάθημα των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Βλ. -γνωσία.
  • πραγματοκρατία πραγ-μα-το-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.): ΦΙΛΟΣ. ρεαλισμός. Βλ. -κρατία. ΑΝΤ. νομιναλισμός, ονοματοκρατία
  • πραγματολογία πραγ-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. κλάδος που μελετά τους τρόπους με τους οποίους εξωγλωσσικοί κυρ. παράγοντες (π.χ. οι ομιλητές, ο χώρος, η περίσταση) επηρεάζουν την ερμηνεία των λεγομένων. Βλ. -λογία, περι-, συγ-κείμενο. [< γαλλ. pragmatique, αγγλ. pragmatics, 1937]
  • πραγματολογικός , ή, ό πραγ-μα-το-λο-γι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με στοιχεία του κειμένου (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις), τα οποία προέρχονται από την πραγματικότητα: ~ή: ανάλυση (του λόγου). ~ό: υλικό. ~ές: παρατηρήσεις. ~ά: σχόλια. 2. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την πραγματολογία: ~ά: μόρια (π.χ. ας πούμε, εννοώ, ξέρεις). [< γαλλ. pragmatique]
  • πραγματοποίηση πραγ-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πραγματοποιώ: ~ επιθυμίας/ονείρου/στόχου/σχεδίου/φιλοδοξίας. Πβ. εκπλήρωση, πραγμάτωση, υλοποίηση.|| ~ απεργίας/έρευνας/κέρδους/κλήσης/μετρήσεων/πειράματος/πορείας/προγράμματος/προσπάθειας/συναυλίας/ταξιδιού. ~ (= επιτέλεση) έργου. Κατασχέθηκαν τρόφιμα, ύστερα από ~ ελέγχου στην αγορά. Πβ. εκτέλεση. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. réalisation]
  • πραγματοποιήσιμος , η, ο πραγ-μα-το-ποι-ή-σι-μος επίθ.: που μπορεί να πραγματοποιηθεί, να υλοποιηθεί: ~ος: στόχος. ~η: λύση. ~ο: σχέδιο. Πβ. εφαρμόσ-, υλοποιήσ-ιμος, εφικτός. ΑΝΤ. ακατόρθωτος, άπιαστος (2), απραγματοποίητος [< γαλλ. réalisable]
  • πραγματοποιώ [πραγματοποιῶ] πραγ-μα-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {πραγματοποι-είς ... | πραγματοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, -ώντας} 1. κάνω (κάτι) πραγματικότητα, υλοποιώ: Σου εύχομαι να ~ήσεις όλες σου τις επιθυμίες. Ο πατέρας μου ~ησε την υπόσχεσή του. Το όνειρό/ο στόχος/το σχέδιό τους ~ήθηκε (= έγινε πραγματικότητα, έλαβε/πήρε σάρκα και οστά). Πβ. εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά. ΣΥΝ. πραγματώνω 2. ενεργώ, ώστε να γίνει κάτι: Επίσκεψη στις πληγείσες περιοχές ~ησε ο πρωθυπουργός. Οι συρμοί του μετρό δεν θα ~ήσουν (= εκτελέσουν) σήμερα δρομολόγια. Η εκδήλωση/το σεμινάριο/η συνάντηση/η συνέλευση ~ήθηκε χθες. Πορεία/συγκέντρωση διαμαρτυρίας ~ήθηκε στο κέντρο της πόλης. Η ομάδα ~ησε μεγάλη εμφάνιση. ~ώντας τις αγορές σας στο διαδίκτυο, ... ~ούμενα: έξοδα/έσοδα.|| ~ησε το έργο. ~ήθηκε πρόοδος. Πβ. επιτελώ, κάνω. Βλ. -ποιώ. [< μεσν. πραγματοποιούμαι, γαλλ. réaliser]
  • πραγματώνω πραγ-μα-τώ-νω ρ. (μτβ.) {πραγμάτω-σε, -θηκε, -μένος, πραγματών-οντας}: πραγματοποιώ, υλοποιώ: Το όραμα της χώρας ~θηκε. Πβ. εκπληρώνω. [< γαλλ. réaliser]

ακούω

ακούω [ἀκούω] α-κού-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακού-ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. άκου, ακούτε, ακού(γ)οντας, παρατ. άκουγα | άκου-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, (σπάν.) -όμενος, -σμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Δεν ~ει καλά από το δεξί αυτί. ~ει ό,τι τον συμφέρει. Ακούς τίποτα; Για άκου! Μόλις που ~γόταν. ~γομαι στο βάθος; Καλέ, τι κραυγή ήταν αυτή! Μέχρι εδώ ~στηκες! Βλ. βαρι~, κρυφ~, ξαν~, παρ~. 2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον, κάτι: ~ την εκπομπή σας μέσω ίντερνετ/μουσική/ραδιόφωνο (πβ. ακροάζομαι). Σε ~. Τον έχω ~σει (ενν. τον καλλιτέχνη) ζωντανά σε συναυλία. 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Πρώτη φορά το ~! ~σες τα νέα; Δεν ~σες ότι/πως ... Κάπου το ~σα και μου έκανε εντύπωση. Από ποιον το ~σες; Το ~σα από επίσημα χείλη. Όταν τα ~σε, έσκασε στα γέλια. Δεν ~στηκες τελευταία και ανησυχήσαμε (: δεν εμφανίστηκες, δεν μάθαμε νέα σου). Τραγούδια λιγότερο ~σμένα. Βλ. πρωτ~. 4. κατανοώ αυτά που λέει κάποιος, πείθομαι, υπακούω: Ακούς (= καταλαβαίνεις) τι σου λέω; Τον ~σα και την πάτησα. Δεν ~σες τα παρακάλια μου/τη συμβουλή μου! Δεν ~ει κανένα. Μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Πρέπει να ~τε τους γονείς σας (= να ακολουθείτε τις συμβουλές, τις υποδείξεις τους)! Βλ. πειθαρχώ.|| Άκου την καρδιά σου! Βλ. εισ~. ● Παθ.: ακούγεται: δημιουργεί (ορισμένη) εντύπωση: Αυτό που λες ~ απίστευτο/αστείο/γελοίο/πολύ ενδιαφέρον/παράδοξο (ΣΥΝ. ηχεί). ~ άσχημα/ωραία (: προκαλεί αρνητική/θετική αίσθηση)., ακούγομαι 1. βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποκτώ φήμη: Το όνομά του ~εται πολύ τώρα τελευταία.|| (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) ~στηκε στη γειτονιά και δεν τολμάει να ξεμυτίσει. 2. {στο γ' πρόσ.} (απρόσ.) διαδίδεται, θρυλείται, συζητιέται, φημολογείται: ~εται ότι θα γίνουν αυξήσεις. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εισακούομαι: Ο λόγος του ~εται (= μετράει, πιάνει). Δεν ~εται πια (η γνώμη/η πρότασή του). Αν το πεις εσύ, θα ~στείς. ● ΦΡ.: άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!: για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο: Άκου/κοίτα να σου πω, δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Λοιπόν, ~ ~ τι έγινε! ΣΥΝ. άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) (1), άκου (με) που σου λέω!: για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου: Αυτοί κάτι μαγειρεύουν, ~ ~!, άκου λέει! 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης: ~ ~ να πάμε περπατώντας! ΣΥΝ. άκου πράγματα! 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή: Πώς δεν θέλω; ~ ~ (= θέλω και πολύ μάλιστα)!, άκου πράγματα! & (προφ.) άκου πράματα: για δυσάρεστη έκπληξη, αγανάκτηση, αποδοκιμασία: ~ ~! Τριγυρνούσαν ξημερώματα μεθυσμένοι! ~ ~ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του κόσμου! ΣΥΝ. άκου λέει! (1), άκουσον, άκουσον!, άκουσε τα εξ αμάξης/τον εξάψαλμο/της χρονιάς του/τα σκολιανά του/τον αναβαλλόμενο: τον επέπληξαν, τον κατσάδιασαν: Άργησε να πάει στη δουλειά κι ~ ~., άκουσον, άκουσον! (λόγ.): έκπληξη για κάτι αρνητικό, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, αποδοκιμασία. ΣΥΝ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί, άκου πράγματα!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...;, αυτό που άκουσες! (προφ.-επιτατ.): για έκφραση αγανάκτησης: Ναι λοιπόν, ~ ~, βαρέθηκα να σε παρακαλώ!, θα τ’ ακούσεις από την καλή (κι απ' την ανάποδη)!: (απειλητ.) ως επίπληξη., μ' ακούς;: για επιβεβαίωση ότι το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό· (εμφατ. στο τέλος πρότασης) για δήλωση ισχυρής επιθυμίας του ομιλητή να τον προσέξει ιδιαίτερα ο ακροατής ή για απόλυτη επιβεβαίωση των λεγομένων με δραματικό τόνο: (σε τηλεφωνική συνδιάλεξη) Εγώ είμαι, ~ ~;|| Θέλω να σου μιλήσω, ~ ~;, όποιος έχει αυτιά, ακούει: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πασιφανές, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Βλ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω., ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει (προφ.): για δήλωση κατηγορηματικής άρνησης: Διάβασμα; ~ ~! Παντρεύεται; Αυτός ούτε που ήθελε ν' ακούσει για γάμο!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...; & δεν έχει ξανακουστεί/δεν ξανακούστηκε! (προφ.): για δήλωση δυσάρεστης έκπληξης, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας· είναι αδιανόητο: ~ ~ να μην εφαρμόζονται οι αποφάσεις/ότι ισχύει κάτι τέτοιο; ~ ~ αυτό; Πβ. άκουσον, άκουσον!, δεν ξανάγινε!, τ(α) άκουσα (προφ.): με επέπληξε, με κατσάδιασε: ~ ~ γερά/για τα καλά/ένα χεράκι. Δεν φτάνει που τη βοήθησα, ~ ~ κι από πάνω! Πβ. άκουσε τα εξ αμάξης., τ’ ακούς, τ’ ακούω να λες: για επιβεβαίωση ή εμφατικό τονισμό των λεγομένων., την άκουσα (αργκό) 1. ήπια πολύ αλκοόλ και ζαλίστηκα: ~ ~ από το πιοτό. ~ ~ για τα καλά. Πβ. γίνομαι κουδούνι, μεθώ. 2. (σπάν.) σε περιπτώσεις που ακούει κάποιος μια ανοησία, μια κοτσάνα. Βλ. την πέταξε., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, άκου εδώ βλ. εδώ, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, ακούει στο όνομα βλ. όνομα, άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ακούω (κάτι) βερεσέ βλ. βερεσέ, ακούω τα σχολιανά μου βλ. σχολιανός, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω βλ. μιλώ, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω βλ. ους, πάταξον μεν, άκουσον δε βλ. πατάσσω, τα 'θελες και τ' άκουσες βλ. θέλω, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά [< αρχ. ἀκούω]

αλλάζω

αλλάζω [ἀλλάζω] αλ-λά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άλλα-ζε, άλλα-ξε, αλλά-χτηκε κ. -χθηκε, -γμένος, αλλάζ-οντας} 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση, μεταβάλλομαι: ~ άποψη/γνώμη/ιδέα/τους όρους της διαθήκης/το περιεχόμενο (ΣΥΝ. τροποποιώ, πβ. παρ~)/ρυθμούς/συμπεριφορά/το σύστημα/τις τιμές/τρόπο ζωής/χρώμα μαλλιών. Αυτό το κούρεμα σε ~ει (: σε κάνει άλλον άνθρωπο). Μην ~ξεις τίποτα! Η εμπειρία αυτή/ο χρόνος με ~ξε. Η μπάλα/το πλοίο ~ξε πορεία. Το αρχικό κείμενο ~χτηκε (= αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε).|| ~ει η διαδικασία/η διάθεση/ο κανονισμός/το κλίμα/η νοοτροπία. Ο κόσμος δεν ~ει από τη μια στιγμή στην άλλη. ~ουν τα δεδομένα/οι προτιμήσεις/τα σχέδια. ~ αισθητά/απότομα/αυτόματα/γρήγορα/δραματικά/δραστικά/ριζικά. Ο καιρός από αύριο θα ~ξει. Η διατροφή μας/η ζωή σήμερα έχει ~ξει. Δεν έχεις ~ξει καθόλου (ως φιλοφρόνηση σε γνωστά πρόσωπα που συναντά κανείς ύστερα από πολλά χρόνια)! Τι θα ~ζε αν ... Δεν έχει ~ξει τίποτα. Πολλά έχουν ~ξει από τότε. Και τι θα ~ξει; Πβ. διαφοροποιώ, μετα-μορφώνω, -σχηματίζω, -τρέπω, τροποποιώ. 2. αντικαθιστώ, αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο: ~ αριθμό (τηλεφώνου)/αυτοκίνητο (: αγοράζω άλλο)/γραμματοσειρά/(για φίδι ή έντομο) δέρμα/διαβατήριο/διεύθυνση (= μετακομίζω)/δρομολόγιο/τους επιδέσμους (σε πληγή)/έπιπλα/θέση/κανάλι (πβ. ζάπινγκ)/λάδια (σε αυτοκίνητο)/λάμπα (: την καμένη με καινούργια)/λάστιχα/όνομα/πίστη (= θρησκεία, πβ. αλλαξοπιστώ)/σεντόνια/σταθμό (συνήθ. στο ραδιόφωνο)/σχολείο/το τραπεζομάντιλο (= βάζω καθαρό)/τρένο (= επιβιβάζομαι σε άλλο)/υπηκοότητα. ~ξε ταχύτητα. Έχει ~ξει τρία σπίτια και δύο δουλειές. Η εταιρεία ~ξε ιδιοκτήτες.|| Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το ~ξεις (: να επιστρέψεις το προϊόν στο κατάστημα και να πάρεις κάτι άλλο στην ίδια τουλάχιστον τιμή).|| ~ξε η ώρα/ο υπουργός/το ωράριο από θερινό σε χειμερινό/ο χρόνος. Τα σχολικά βιβλία θα ~ξουν. 3. ανταλλάσσω: Θες ν’ ~ξουμε θέσεις/τηλέφωνα;|| (προφ.) Μπορείτε να μου ~ξετε ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ (: να μου κάνετε ψιλά, να μου το χαλάσετε); Θα ~ξω χρήματα στην τράπεζα (: για συνάλλαγμα). ~ξαν πλαστά δολάρια σε/με ευρώ. 4. βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα ή βοηθώ κάποιον να το κάνει: Περίμενε ν’ ~ξω (φόρεμα) και φύγαμε!|| Ο μπαμπάς ~ει το μωρό (: τις λερωμένες πάνες). Ο ασθενής πρέπει να ~χτεί. ● ΦΡ.: αλλάζει πρόσωπο: μεταβάλλεται η δομή, η μορφή του: Η πόλη ~ ~ και εκσυγχρονίζεται. Η ιστοσελίδα ~ξε ~ μετά τον ανασχεδιασμό της., αλλάζει τα λόγια του (αρνητ. συνυποδ.): τροποποιεί, αναιρεί τα όσα είπε, λέει άλλα: Γιατί, άραγε, τώρα ~ ~; Υπόσχεται πράγματα και μετά τα αλλάζει (: δηλώνει το ακριβώς αντίθετο)., αλλάζει τους άντρες/τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: συνάπτει πολύ συχνά εφήμερες ερωτικές σχέσεις., αλλάζει χέρια: περνά σε άλλον ιδιοκτήτη, αποκτά νέο: Η εταιρεία ~ ~. [< αγγλ. change hands] , αλλάζουν οι καιροί: οι καταστάσεις μεταβάλλονται (συχνά προς το αντίθετο): Βρε πώς ~ ~! Εσύ δεν την ήθελες και τώρα τρέχεις από πίσω της;, αλλάζω δρόμο {συνήθ. στον αόρ.} 1. & αλλάζω πεζοδρόμιο: τροποποιώ την πορεία μου, για να αποφύγω κάποιον: Μόλις με είδε, ~ξε ~. 2. (μτφ.) ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση: Όταν είδαν τα σκούρα, ~ξαν ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα (μτφ.): αλλάζω τρόπο σκέψης ή συμπεριφορά, κάνω στροφή στη ζωή μου: Από τη στιγμή που έπιασα δουλειά, η ζωή μου ~ξε πορεία/ρότα. Πρέπει να ~ξεις σελίδα/ζωή και να τον ξεχάσεις., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου): ξεφεύγω από τη ρουτίνα: Πρέπει να φύγω από εδώ, ν' ~ξω ~. Πήγαινε μια βόλτα να ξεσκάσεις και ν' ~ξεις ~., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά (λαϊκό): αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Δεν ~ει τροπάρι. Για ~ξε ~, φτάνει πια αυτή η γκρίνια!, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση: αλλάζω θέμα από αμηχανία, για να βγω από τη δύσκολη θέση: ~σε ~ έξυπνα/τεχνηέντως και δεν απάντησε σ' αυτό που τον ρώτησα., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες: μεταβάλλω τη γνώμη, τη νοοτροπία ή την ιδεολογία κάποιου, τον μεταπείθω: Πήρε την απόφασή του· ό,τι και να κάνεις, δεν του ~εις μυαλά. Αγύριστο κεφάλι, δύσκολα του ~εις ιδέες., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς (παροιμ.): για επιφανειακή και όχι ουσιαστική μεταβολή. Πβ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα (μτφ.): αισθάνθηκε έντονη αμηχανία, θυμό, ζήλια (άσπρισε, κοκκίνισε, κιτρίνισε, πρασίνισε, χλόμιασε): Μόλις του ζήτησα να βγούμε, ~ξε ~., δεν τον/την/το αλλάζω με τίποτα: για κάποιον ή κάτι αναντικατάστατο, πολύτιμο, πολύ χρήσιμο: Την αγάπη του κόσμου δεν την ~ ~., το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα: για επανατοποθέτηση σε ένα θέμα: Θέλεις κι εσύ μερίδιο; Ε, τότε ~ ~. Αν το φτιάξεις μόνος σου, ~ ~., αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα [< μεσν. αλλάζω, αγγλ. change, γαλλ. changer, γερμ. ändern]

αν

αν [ἄν] σύνδ. & (εμφατ.) εάν 1. εισάγει υποθετικές προτάσεις· σε περίπτωση που: ~ μπορείς, δώσε μου μια απάντηση. -Να σου στείλω το βιβλίο; -Ναι, ~ δεν σου είναι δύσκολο. ~ τυχόν σε ζητήσουν, τι να πω;|| (αιτία ή αποτέλεσμα:) Δεν απογοητευόταν, ~ αποτύγχανε. ~ έφτασε εκεί που έφτασε, το χρωστάει στους γονείς του.|| (παρενθετικά, για διευκρίνιση ή διόρθωση:) Οι περισσότεροι, ~ όχι όλοι (= για να μην πω όλοι), ονειρεύονται μια άνετη ζωή. Είναι πρωτότυπο, ~ θέλεις (= καλύτερα, μάλλον), πρωτοποριακό! ~ θυμάμαι καλά, με έχετε ξαναρωτήσει γι' αυτό. Κι ~ επιτρέπεται, τα πόσα κλείνεις (ενν. χρόνια);|| (ειρων.) ~ είναι αυτός γιατρός, τότε εγώ είμαι αστροναύτης!|| (απειλητ.) ~ πέσεις στα χέρια μου, την έβαψες!|| (σε ελλειπτ. λόγο) -Αυτό, ~ θέλεις, το συζητάμε. -Είναι σίγουρο; -~ είναι; Το εξακρίβωσα ο ίδιος! Πβ. άμα, εφόσον, όταν. 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Αναρωτιέμαι/δεν ξέρω ~ το έχει μάθει. 3. στην αρχή προτάσεων (με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου) για δήλωση επιθυμίας, απραγματοποίητης ευχής· μακάρι να, ας: ~ ερχόσουν απόψε μαζί μας (: θα ήθελα να έρθεις)! ~ είχαμε κρατήσει εκείνο το οικόπεδο, θα ήμασταν τώρα πλούσιοι! ● Ουσ.: αν (τα): προϋποθέσεις, υποθέσεις, δισταγμοί: Με τα ~ δεν γίνεται τίποτα! ● ΦΡ.: αν και μόνο αν: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) για την περιγραφή αναγκαίας και επαρκούς συνθήκης, προκειμένου να ισχύει ένας ισχυρισμός., εκτός/παρεκτός (και/κι) αν: εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που φανερώνει την προϋπόθεση υπό την οποία μπορεί να αναιρεθεί το περιεχόμενο της κύριας: Μη γράφεις με κεφαλαία, ~ ~ θέλεις να τονίσεις κάτι. ΣΥΝ. παρά μόνο αν.|| Η ηλιακή ακτινοβολία διαπερνά τα τζάμια, ~ ~ έχουν ειδικά φίλτρα., όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... & όπως και να έχει/να 'χει το πράγμα/να έχουν τα πράγματα: ανεξάρτητα απ' ό,τι ισχύει ή συμβαίνει, σε κάθε περίπτωση: ~ ~, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα. ~ ~, σε ευχαριστώ., αν αγαπάτε βλ. αγαπώ, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αν δεν απατώμαι βλ. απατώ, αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) βλ. αστράφτει, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε βλ. ταιριάζω, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) βλ. έρχομαι, αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας βλ. αράδα, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, αν θέλεις/θέλετε βλ. θέλω, αν θέλω λέει! βλ. θέλω, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, αν με καλορωτάς βλ. καλορωτώ, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) βλ. γυαλί, και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν βλ. και, ό,τι κι αν/ό,τι και να βλ. ό,τι, όποιος κι αν/και να ... βλ. όποιος, όποτε και/κι αν βλ. όποτε, όπου και να/κι αν βλ. όπου, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, όσο κι αν/και να βλ. όσο, όσος κι αν/και να βλ. όσος, όταν και/κι αν βλ. όταν, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία ● βλ. κι αν [< αρχ. ἄν, ἐάν]

αξία

αξία [ἀξία] α-ξί-α ουσ. (θηλ.) {αξι-ών} 1. σύνολο θετικών στοιχείων ή ιδιοτήτων που καθιστούν κάποιον ή κάτι σημαντικό, σπουδαίο, ικανό· (μεγάλη) σημασία, ικανότητα, χρησιμότητα: διατροφική/θρεπτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/λογοτεχνική/χρηστική ~. Ανακάλυψη/έργο με μεγάλη (επιστημονική) ~. Ενθύμιο/φωτογραφία με συναισθηματική ~. Έγγραφο/εύρημα ιστορικής ~ας. Άνθρωπος ~ας (= επιπέδου, κλάσης, ποιότητας). Όταν αρρώστησε, κατάλαβε την ~ της υγείας. Η ~ της δημοκρατίας/ελευθερίας/φιλίας. Μετάλλιο στρατιωτικής ~ας Α'/Β'/Γ' τάξεως (: που απονέμεται σε όσους διακρίθηκαν σε πόλεμο ή προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα). Θα αποδείξω την ~ μου. Πβ. σπουδαιότητα. Βλ. απ~, αυτ~.|| Αυτό που έχει ~ να θυμόμαστε ... (= αξίζει, έχει σημασία). 2. ΟΙΚΟΝ. χρηματική συνήθ. αποτίμηση πράγματος, τιμή: αρχική/μεγάλη/μηδαμινή/μικρή/περιορισμένη/σημαντική/συνολική/υπολειμματική ~. ~ αντικατάστασης. Ανεβάζω/διπλασιάζω/εκτιμώ/ελαττώνω/καθορίζω/κατεβάζω/κοστολογώ/μειώνω/υπολογίζω την ~ ενός εμπορεύματος (πβ. κόστος). Αποκτά ~. Η ~ κυμαίνεται από ... έως/μέχρι ... ευρώ. Κόσμημα ~ας ... ευρώ. Ανάλυση (: για τον καθορισμό της τιμής προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών και του κόστους παραγωγής του)/μείωση (= υποτίμηση) ~ας. Αυξήθηκε η ~ της γης/των οικοπέδων (= ακρίβυναν). Η ~ του νομίσματος/του χρυσού. ~ της εργασίας (πβ. αμοιβή). Δείγμα/προϊόν χωρίς ~ (: που δίνεται ή αποστέλλεται δωρεάν για διαφημιστικούς λόγους). Αγαθά υψηλής/χαμηλής ~ας. Στο μουσείο εκτίθενται ευρήματα ανεκτίμητης/ανυπολόγιστης ~ας (= πολύτιμα). Βλ. υπερ~, υπο~. 3. ΓΛΩΣΣ. η λειτουργία ενός γλωσσικού στοιχείου σε συνάρτηση με τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις με άλλα στοιχεία του συστήματος· ειδικότ. η σημασία που λαμβάνει μια λέξη σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 4. ΜΟΥΣ. διάρκεια ενός φθόγγου και το σχετικό σύμβολο (φθογγόσημο). 5. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. βαθμός διαύγειας ενός χρωματικού τόνου στη ζωγραφική και συνεκδ. ο ίδιος ο χρωματικός τόνος. ● αξίες (οι): αρχές και γενικότ. ό,τι αναγνωρίζεται από τον άνθρωπο ή/και την κοινωνία ως αληθές, ωραίο, ωφέλιμο ή σημαντικό: αιώνιες/ακατάλυτες/ανθρωπιστικές/διαχρονικές/ηθικές/θρησκευτικές/κοινωνικές/παναθρώπινες/παραδοσιακές/πνευματικές (ΑΝΤ. υλικές)/πολιτιστικές ~. Αμφισβήτηση/απουσία/άρνηση/έλλειψη/ιεράρχηση/κλίμακα/κρίση ~ών. Οι ~ ενός λαού. ~ και ιδανικά. (ΦΙΛΟΣ.) Θεωρία των ~ών (= αξιολογία). Σύστημα ~ών (= αξιακό σύστημα). Έχουμε τις ίδιες/κοινές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξία επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η συνολική της αξία (εγκαταστάσεις, ενσώματες και ασώματες ακινητοποιήσεις, ανθρώπινο δυναμικό, μετοχικό κεφάλαιο)., κινητές αξίες: ΟΙΚΟΝ. τίτλοι (μετοχές, ομόλογα, γραμμάτια) που αποδίδουν μεταβλητό ή σταθερό εισόδημα: ονομαστικές/ανώνυμες ~ ~. Επένδυση σε ~ ~. Εισηγμένες (στο χρηματιστήριο) ~ ~. [< γαλλ. valeurs mobilières ] , πραγματική/τρέχουσα αξία: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που προσαρμόζεται στις αλλαγές των τιμών (κυρ. του πληθωρισμού): ~ ~ ακινήτου/εταιρείας/μετοχών/πώλησης., Χρηματιστήριο Αξιών: ΟΙΚΟΝ. στο οποίο οι συναλλαγές έχουν ως αντικείμενο κινητές αξίες: Ο δείκτης/η τιμή των μετοχών στο ~ ~ Αθηνών ανέρχεται/κυμαίνεται ... [< αγγλ. stock exchange] , αγοραία αξία/τιμή βλ. αγοραίος, αγοραστική αξία βλ. αγοραστικός, ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα αξίας βλ. αλυσίδα, αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία βλ. τιμή, ανταλλακτική αξία βλ. ανταλλακτικός, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, ονομαστική αξία βλ. ονομαστικός, προστιθέμενη αξία βλ. προστιθέμενος ● ΦΡ.: δίνω αξία: θεωρώ κάποιον ή κάτι σημαντικό, ασχολούμαι μαζί του, υπολογίζω (τη γνώμη του): Μη ~εις ~ στα λόγια της. Εγώ φταίω που σου έδωσα ~., με την αξία (μου/σου/του ...): επάξια, όχι χαριστικά: Ανέβηκε ψηλά χωρίς καμία βοήθεια, ~ ~ της., παρ' αξίαν (λόγ.): χωρίς να το αξίζει: ~ ~ ευνοημένοι., εγνωσμένης αξίας/εγνωσμένου κύρους βλ. εγνωσμένος [< αρχ. ἀξία, γαλλ. valeur, αγγλ. value]

αργώ

αργώ [ἀργῶ] αρ-γώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αργ-είς ... | άργ-ησα, αργ-ήσει, -ώντας} 1. κάνω κάτι ύστερα από τον κατάλληλο χρόνο, όχι εγκαίρως, καθυστερώ ή αναγκάζω κάποιον να καθυστερήσει: Πολύ ~είς! Γιατί ~εί; Είναι πάντα συνεπής, ποτέ του δεν ~εί (= αργοπορεί). Συγγνώμη που ~ησα. Θα ~ήσω το βράδυ (: θα έρθω πιο αργά). ~ησα μια ώρα. Η απάντηση/έκδοση θα ~ήσει ένα μήνα. Φεύγω, έχω ~ήσει για τη δουλειά. ~ησα να ξεκινήσω/να ξυπνήσω και έχασα το τρένο. ~ησε να μιλήσει/περπατήσει/φανεί. Μην ~ήσεις! Βλ. ψιλο~.|| (σπανιότ.-προφ.) Μου έστειλαν ό,τι είχα παραγγείλει, αλλά με ~ησαν πολύ. Πβ. χασομερώ. 2. (+ να) κάνω κάτι με αργούς ρυθμούς, με καθυστέρηση: ~εί να γράψει/καταλάβει/πάρει μπρος. Θα ~ήσει πολύ να ξαναβρεί τη χαμένη της εμπιστοσύνη. Πβ. βραδύνω.αργεί 1. μένει πολύς χρόνος ακόμη για κάτι: ~ να ξημερώσει. Το γεύμα/η εκδίκαση της υπόθεσης/το καλοκαίρι ~ (= απέχει, είναι μακριά) ακόμη. Το τέλος δεν ~. Δεν ~ η μέρα που θα ... ΑΝΤ. κοντεύει, πλησιάζει. 2. (λόγ.) δεν λειτουργεί, δεν εργάζεται, έχει αργία: Η υπηρεσία ~ (ΑΝΤ. δουλεύει). [< 2: γαλλ. retarder, au repos] ● ΦΡ.: δεν αργώ να ... 1. {συνήθ. στον αόρ.} (σε αφηγήσεις ή δηλώσεις με γενική ισχύ) σε σύντομο χρονικό διάστημα: Δεν ~ησε να καταλάβει το λάθος του. Η δικαίωση/η ευκαιρία δεν ~ησε να έρθει. 2. {στον ενεστ.} (προφ.) είμαι έτοιμος να, λίγο θέλω να: ~ ~ σχολάσω., καλώς τον(α) κι ας άργησε! (οικ.): για κάποιον που είναι ευπρόσδεκτος, αν και καθυστερημένος., το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει (παροιμ.): απαιτείται χρόνος για ένα καλό αποτέλεσμα: Υπομονή! ~ ~!, ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί βλ. θεός, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας [< αρχ. ἀργῶ, μεσν. αργώ]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γελοίος

γελοίος, α, ο [γελοῖος] γε-λοί-ος επίθ. ΣΥΝ. αστείος 1. που προκαλεί το γέλιο ή ειρωνικά, αποδοκιμαστικά σχόλια, λόγω έλλειψης σοβαρότητας και ευπρέπειας: Ακούγεται/δείχνει/έχει καταντήσει ~. Νιώθω ~ που ... Πβ. καταγέλαστος, φαιδρός.|| ~ο: θέαμα. ~α: ρούχα.|| ~ος: ισχυρισμός (= ανυπόστατος). ~α: απόφαση/δικαιολογία/εξήγηση/σκέψη/συζήτηση. ~α: αιτήματα/επιχειρήματα. Πβ. ανόητος, γκροτέσκος, ευτράπελος, κωμικός.|| Είναι ~ο να πιστεύει κανείς σε ...|| (υβριστ.) ~ο υποκείμενο! Είναι (ένας) ~! 2. ανάξιος, ασήμαντος, πολύ μικρής αξίας: ~α: τιμή. Πβ. ευτελής. ● επίρρ.: γελοία ● ΦΡ.: το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος: η γελοιότητα της κατάστασης: ~ ~ είναι ότι ... [< αρχ. γελοῖος]

-γνωσία

-γνωσία: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται στη γνώση ειδικού αντικειμένου ή τομέα: αρχαιο~/αυτο~/γευσι~/κοσμο~/οινο~/παντο~/πατριδο~/πολυ~/πραγματο~/τεχνο~/φαρμακο~/φυσιο~.

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

εικονικός

εικονικός, ή, ό [εἰκονικός] ει-κο-νι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που δεν ισχύει, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, δεν είναι αληθινός· φαινομενικός: ~ός: πόλεμος. ~ή: (ΝΟΜ.) δίκη/εκτέλεση/μεταβίβαση. (ΟΙΚΟΝ.) ~ό: κεφάλαιο. ~ές: δαπάνες/πωλήσεις. ~ά: πυρά/τιμολόγια. Πβ. πλασματικός, πλαστός, τεχνητός, ψεύτικος., υποθετικός. ΑΝΤ. αληθινός (1), πραγματικός (1) 2. ΠΛΗΡΟΦ. που δημιουργείται, προσομοιώνεται, μεταδίδεται ή εκτελείται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή δικτύου υπολογιστών: ~ός: κόσμος/χάρτης. ~ή: βιβλιοθήκη/εφαρμογή/περιήγηση/τάξη (πβ. τηλετάξη). ~ό: μουσείο/παιχνίδι/περιβάλλον/πληκτρολόγιο/Σύμπαν/σχολείο (ΑΝΤ. συμβατικό). ~ές: διευθύνσεις/επιχειρήσεις/πτήσεις. ~ά: εκθέματα/ζώα. Πβ. διαδικτυ-, ψηφι-ακός. 3. (σπάν.) που σχετίζεται με την εικόνα ή την απεικόνιση: ~ός: διάκοσμος. ~ή: τέχνη. ΣΥΝ. απεικονιστικός (1), εικονιστικός ΑΝΤ. ανεικονικός ● επίρρ.: εικονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εικονική αερομαχία: που γίνεται χωρίς πραγματικά πυρά: Η διαδικασία της αναχαίτισης εξελίχθηκε σε ~ ~., εικονική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. προσωρινό, αποθηκευτικό μέσο στον σκληρό δίσκο που υποστηρίζει τη λειτουργία εφαρμογών, όταν δεν επαρκεί η φυσική (κύρια) μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. virtual memory, 1959] , εικονική πραγματικότητα 1. ΠΛΗΡΟΦ. αλληλεπιδραστικό τρισδιάστατο περιβάλλον προσομοίωσης, η απεικόνιση του οποίου γίνεται σε πραγματικό χρόνο: διαδικτυακή ~ ~. Βλ. κυβερνοχώρος. 2. (μτφ.) απατηλή εικόνα για την πραγματικότητα: Τα ΜΜΕ δημιουργούν μια ~ ~. Κρύβει τα προβλήματα και κατασκευάζει ~ές ~ες. [< αγγλ. virtual reality, 1987] , εικονικό γραφείο: εταιρεία που λειτουργεί μέσω διαδικτύου., εικονικό εργαστήριο βλ. εργαστήριο, λευκός/εικονικός γάμος βλ. γάμος [< 1,3: μτγν. εἰκονικός 2: αγγλ. virtual, 1959]

επαφή

επαφή [ἐπαφή] ε-πα-φή ουσ. (θηλ.) 1. επικοινωνία, συνάντηση: γλωσσική (βλ. επίδραση)/διαδικτυακή/ηλεκτρονική/πνευματική/τηλεφωνική ~. Καθημερινή/στενή/συνεχής/σύντομη/φιλική ~. ~ με τον έξω κόσμο/τη φύση. Έχει ακουστική ~ με τους παγιδευμένους (βλ. αντίληψη). ~ γονέων και παιδιών. Προσωπική ~ με τον πελάτη. Αποφεύγουν κάθε κοινωνική ~. Δεν υπάρχει συναισθηματική ~ μεταξύ τους (βλ. έλξη, ταύτιση, χημεία). Εδώ και χρόνια έχουμε κόψει κάθε ~/τις ~ές (βλ. απομάκρυνση, χωρισμός). Στόχος του προγράμματος είναι η ~ (= εξοικείωση, γνωριμία) των μαθητών με τους υπολογιστές. Η πρώτη μου ~ με τη μουσική. 2. κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα σώματα (ή οντότητες) βρίσκονται πάρα πολύ κοντά, συνήθ. με αποτέλεσμα να ακουμπά, να αγγίζει το ένα το άλλο, να εφάπτονται μεταξύ τους: σωματική/φυσική ~. (Παρατεταμένη) ~ με το δέρμα. Ιός που μεταδίδεται με άμεση (βλ. αγκαλιά, φιλί, χειραψία)/έμμεση ~. Πβ. άγγιγμα, ψηλάφηση.|| Υλικά που αναφλέγονται σε ~ με τον αέρα. 3. (ειδικότ.) συνεύρεση: συχνότητα ~ών. Πβ. συνουσία. 4. ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση δύο ή περισσότερων αγωγών που επιτρέπει τη ροή (εξασφαλίζει τη δίοδο) ηλεκτρικού φορτίου· συνεκδ. το σημείο σύνδεσής τους ή ο ίδιος ο διακόπτης: Δεν κάνει καλή ~ ο φορτιστής με το κινητό μου.|| Καθαριστικό/σπρέι για ηλεκτρικές ~ές.επαφές (οι) 1. συνομιλίες, διαπραγματεύσεις, συναντήσεις· (για πρόσ.) γνωριμίες, σχέσεις: διεθνείς/διμερείς/εμπορικές/ενημερωτικές/μυστικές/πολιτικές/πολιτιστικές/προεκλογικές/τακτικές ~. ~ για το ασφαλιστικό. Νέος γύρος/σειρά ~ών. ~ του Υπουργού με συνδικαλιστικούς φορείς.|| Επαγγελματικές/φιλικές ~. ~ υψηλού επιπέδου/υψηλές ~. Διακοπή των ~ών. ~ υψηλού επιπέδου/υψηλές ~. Έχει ~ με αξιωματούχους. Πβ. διασυνδέσεις. Βλ. βύσμα, κονέ, μέσο. 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. {σπανιότ. στον εν.} τα στοιχεία προσώπων (ονοματεπώνυμο,τηλέφωνο, διεύθυνση, ιμέιλ) που αποθηκεύει κάποιος στο κινητό του ή στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο: δημιουργία/διαγραφή ~ής. Αναζήτηση/λίστα ~ών. Πρόγραμμα διαχείρισης ~ών (: συνήθ. μέρος ολοκληρωμένων εφαρμογών αυτοματισμού γραφείου). ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Σημείο Επαφής (ακρ. ΕΣΕ): υπηρεσία που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο διακρατικών προγραμμάτων: Πανεπιστήμιο που λειτουργεί/ορίστηκε ως ~ ~ του ευρωπαϊκού προγράμματος ... [< αγγλ. National Contact Point (NCP)] , ερωτική/σεξουαλική επαφή & σαρκική επαφή: σεξουαλική πράξη, σεξ: ελεύθερη (: χωρίς προφύλαξη)/ολοκληρωμένη/πρώτη ~ ~. ΄Ηρθε σε σεξουαλική ~ μαζί της., σημείο επαφής 1. στο οποίο δύο ή περισσότερα σώματα, αντικείμενα εφάπτονται: Στο ~ ~ με το αλλεργιογόνο εμφανίζεται κνησμός. Γράσο που χρησιμοποιείται στα ~α ~ μετάλλων.|| (ειδικότ. για δήλωση εγγύτητας:) Ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται στο ~ ~ τριών ηπείρων. 2. (μτφ.) κοινό στοιχείο μεταξύ ανθρώπων· δίαυλος επικοινωνίας: Δεν μπορεί να βρεθεί ~ ~ μεταξύ μας. Ψάχνουν ~α ~. [< γαλλ. point de contact, αγγλ. point of contact] , γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς) βλ. γραμμή, θερμική επαφή βλ. θερμικός, κύκλος επαφών βλ. κύκλος, οθόνη αφής βλ. οθόνη, οπτική επαφή βλ. οπτικός, σπορ επαφής βλ. σπορ, φακοί επαφής βλ. φακός, φατική επικοινωνία/επαφή βλ. φατικός, ψυχική επαφή βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: εξ επαφής (λόγ.) 1. από πολύ κοντά: εκτέλεση/πυροβολισμός ~ ~. ΑΝΤ. εξ αποστάσεως.|| (στο ποδόσφαιρο) Κεφαλιά/πλασέ/σουτ ~ ~. 2. ΙΑΤΡ. (για ασθένεια που προκαλείται) εξαιτίας της επαφής με κάτι: αλλεργική δερματίτιδα ~ ~., επαφή με την πραγματικότητα (συνήθ. αρνητ.): επίγνωση όσων συμβαίνουν στον κόσμο: Δεν έχει καμία ~ ~., επαφή με το περιβάλλον: επικοινωνία ενός ανθρώπου με τους γύρω του· (ειδικότ. ΙΑΤΡ.) έλεγχος, διατήρηση των αισθήσεων: Ο ασθενής είχε πλήρη/δεν έχει ~ ~. Ανέκτησε (την) ~ ~., έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) 1. έχω επικοινωνία, ανταλλάσσω πληροφορίες, σκέψεις, συναισθήματα με κάποιον· γνωρίζω, μαθαίνω κάτι: έρχεται/είναι/βρίσκεται ~ ~ μαζί του. Οι δύο πλευρές δεν επιβεβαιώνουν ότι ήρθαν ~. Θα είμαστε συνεχώς ~. Βρίσκονται ~ με στελέχη του ...|| Ήρθε ~ με το κίνημα του ρομαντισμού. 2. ακουμπώ, εφάπτομαι: Απολυμαίνεται κάθε υλικό που ήρθε ~ με αίμα. Κτίρια που βρίσκονται ~ (: γειτνιάζουν, συνορεύουν). 3. (μόνο για το ρ. έρχομαι) συνουσιάζομαι. [< γαλλ. en contact (avec quelqu'un)] , κρατώ επαφή (με κάποιον): διατηρώ επικοινωνία (μαζί του): ~ ~ με παλιούς φίλους. Κρατήσαμε ~ μέσω ιμέιλ., στενές επαφές τρίτου τύπου: γενικός χαρακτηρισμός περιπτώσεων που αφορούν την (υποθετική) επικοινωνία ανθρώπων με εξωγήινες οντότητες. [< αγγλ. close encounters of the third kind] , φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά βλ. φέρνω, χάνω επαφή βλ. χάνω [< 2: μτγν. ἐπαφή, γαλλ.-αγγλ. contact]

επιτροπή

επιτροπή [ἐπιτροπή] ε-πι-τρο-πή ουσ. (θηλ.) (συχνά με κεφαλ. Ε): σύνολο προσώπων που έχουν οριστεί σπό μια Αρχή για τη μελέτη ενός σχεδίου, την εκτέλεση μιας αποστολής, τη λήψη αποφάσεων: Δευτεροβάθμια/Διεθνής/Εθνική/Εκτελεστική/Επιστημονική/Ερευνητική/Εφορευτική/Καλλιτεχνική/Κεντρική/Κριτική/Νομική/Οικονομική/Οργανωτική/Περιφερειακή/Πρωτοβάθμια/Στρατιωτική/Συμβουλευτική/Συντακτική/Συντονιστική/Σχολική/Υγειονομική ~. ~ Δημοσιονομικού Ελέγχου/Διοίκησης/Ενέργειας/Εξετάσεων/Εργασίας/Ερευνών/Συνεδρίου. ~ εμπειρογνωμόνων. Απόφαση/γραμματέας/έκθεση/μέλη/πρόεδρος/συγκρότηση/συνεδρίαση/σύσταση/ψήφισμα της ~ής. Εκλέγεται/λειτουργεί/ορίζεται ~. Βλ. υπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή: ΠΟΛΙΤ. που συγκροτείται από την ολομέλεια της Βουλής, για να διερευνήσει θέματα ή γεγονότα εθνικού ή δημοσίου ενδιαφέροντος., κοινοβουλευτική επιτροπή: που απαρτίζεται από μέλη του Κοινοβουλίου και ασχολείται με το νομοθετικό έργο, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο ή ειδικά θέματα: διακομματική/διαρκής/ειδική/μικτή ~ ~. ~ ~ Άμυνας/Εξωτερικών/Οικονομικών/Παιδείας., ελλανόδικος επιτροπή βλ. ελλανόδικος, Επιτροπή Ανταγωνισμού βλ. ανταγωνισμός, Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) βλ. θεσμός, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βλ. κεφαλαιαγορά, Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων βλ. αντιπρόσωπος, επιτροπή σοφών βλ. σοφός, Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλ. ευρωπαϊκός, κριτική επιτροπή βλ. κριτικός, Κυβερνητική Επιτροπή βλ. κυβερνητικός [< πβ. αρχ. ἐπιτροπή ‘προσφυγή, κηδεμονία’, γαλλ.-αγγλ. commission]

ζορίζω

ζορίζω ζο-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζόρι-σα, ζορί-σει, -στηκα, -στεί, -σμένος, ζορίζ-οντας} (προφ.) 1. ασκώ ψυχολογική πίεση σε κάποιον, για να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του: Δεν θα καταφέρεις τίποτα με το να τον ~εις να διαβάσει. ΣΥΝ. αναγκάζω, εξαναγκάζω, πιέζω (2) 2. κακομεταχειρίζομαι κάτι ή του ασκώ πολύ μεγάλη δύναμη, με αποτέλεσμα να φτάνει στο έσχατο όριο της αντοχής ή των αποδόσεών του: Μη ~εις πολύ τον κινητήρα, γιατί θα μπουκώσει η μηχανή. ~σε τόσο πολύ το κλειδί, που στο τέλος έσπασε μέσα στην κλειδαριά. 3. προκαλώ δυσκολίες σε κάποιον, τον ταλαιπωρώ: Τα οικονομικά προβλήματα και η ανεργία ~ουν τους νέους. Πβ. του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο. 4. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση: Τον ~σε με τις ερωτήσεις του. ΣΥΝ. στριμώχνω (2) ● Παθ.: ζορίζομαι 1. πιέζομαι ψυχολογικά: Δεν χρειάζεται να ~εσαι, τελείωσε τη δουλειά όποτε θες. Αυτή την περίοδο είναι πολύ ~σμένος. ΣΥΝ. έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια (1) 2. καταβάλλω σημαντικές προσπάθειες: Πέρασε στις εξετάσεις, χωρίς να ~στεί ιδιαίτερα. 3. έχω, οικονομικές κυρ., δυσκολίες: Η εταιρεία ~εται (= δυσκολεύεται) πολύ τελευταία να καταβάλει τους μισθούς. ● ΦΡ.: ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα: η κατάσταση γίνεται δύσκολη: Μόλις είδε ότι τα πράγματα άρχισαν να ~, έπιασε και δεύτερη δουλειά. ΣΥΝ. σκούρα/ζόρικα τα πράγματα

θάμα

θάμα θά-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): θαύμα. ● ΦΡ.: πράματα και θάματα/θαύματα: για κάτι εξαιρετικό και απρόβλεπτο, που εκπλήσσει κάποιον θετικά ή αρνητικά: Τα μάτια μας είδαν ~ ~! Έγιναν/έκανε/ζήσαμε/συνέβησαν ~ ~. Υπόσχονται ~ ~., εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) βλ. άμα [< αρχ. θαῦμα]

θέση

θέση θέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σημείο του χώρου στο οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι: Μετακίνησε τους φακέλους από τη ~ τους. Τα βιβλία δεν είναι στη ~ τους. Βάλτο στη ~ του!|| ~ σφραγίδας (: σε επίσημο έγγραφο). Θέσεις στάθμευσης (: για παρκάρισμα). Διακόπτης/πολύμπριζο τεσσάρων θέσεων (= υποδοχών).|| (ΓΡΑΜΜ.) Η ~ του τόνου. Η ~ των λέξεων σε μια πρόταση (βλ. σειρά).|| Δεν υπάρχει ~ για γραφείο. Κάνε ~ να κάτσω κι εγώ. Πβ. χώρος.|| Πιάνω ~ στην ουρά.|| Καθορισμός της θέσης και της έκτασης ενός οικοπέδου. Σπίτι σε καλή/προνομιακή ~. Πβ. μέρος, περιοχή, τοποθεσία, τόπος.|| Εντοπισμός της θέσης του καλούντος/ενός οχήματος. Προσδιορίζω τη ~ ενός πλοίου (πβ. στίγμα).|| (ΣΤΡΑΤ.) Aμυντική/οχυρή/στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων και κινήσεων. Βομβαρδισμός/κατάληψη εχθρικών θέσεων. Τα στρατεύματα αποχώρησαν από τις/εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.|| (ΜΑΘ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Γωνία/διάνυσμα θέσης/θέσεως. Θέσεις αστέρων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μνήμης. Βλ. ιστο~. 2. καθένα από τα καθίσματα αίθουσας ή μέσου μεταφοράς: αναπαυτική ~. ~ (συν)οδηγού. ~ για (μη) καπνίζοντες. Κράτηση θέσης (= τραπεζιού) σε εστιατόριο/κινηματογράφο/συναυλία. Αριθμημένες/μπροστινές/πίσω θέσεις. Πληρότητα θέσεων. Αυτοκίνητο πέντε (= πενταθέσιο)/καναπές τριών (= τριθέσιος) θέσεων. Είναι άδεια/ελεύθερη/πιασμένη η ~. Βρίσκω ~. Δίνω/παραχωρώ/προσφέρω τη ~ μου (π.χ. σε ηλικιωμένο ή σε έγκυο). Παίρνω τη ~ (κάποιου). Γύρνα/έλα/κάθισε/πήγαινε (πίσω) στη ~ σου. Άλλαξαν θέσεις. Κράτα μου μια ~ κι έρχομαι. Μείνετε (ήσυχοι) στις θέσεις σας! Υπάρχουν κενές θέσεις στη γαλαρία (του λεωφορείου)/στην πλατεία (του θεάτρου).|| Κλείνω ~ για την εκδρομή/την παράσταση/το συνέδριο (: εξασφαλίζω την παρουσία, τη συμμετοχή μου). 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κάποιος ή είναι τοποθετημένο κάτι: καθιστή/όρθια ~ εργασίας. (Βολική) ~ οδήγησης/ύπνου. Διορθώνω τη ~ της σπονδυλικής μου στήλης. Δεν κάθεσαι στη σωστή ~. Κοιμάται σε ύπτια ~. ~ ανάνηψης. Πβ. στάση. Βλ. παράθεση.|| Η ~ των ποδιών/των χεριών κατά την άσκηση. Τοποθετήστε τη συσκευή σε επικλινή/επίπεδη/κάθετη/κατακόρυφη/οριζόντια ~. 4. (μτφ.) σειρά σε κατάταξη ή αξιολογική κλίμακα: βαθμολογική ~. Ισοβαθμία τριών υποψηφίων στην τελευταία ~ εισακτέων.|| (κυρ. σε αγώνες) Tερμάτισε στην τέταρτη ~. Διατήρησε/κατέλαβε/κυνήγησε τη δεύτερη ~. Πάλεψαν/έδωσαν μάχη για την τρίτη ~. Εξασφάλισαν μια ~ στην εξάδα. Μάχονται για μια ~ στον τελικό.|| (κατ' επέκτ.) Επιχείρηση που κατέχει κυρίαρχη ~ στη διεθνή αγορά. Η εταιρεία διεκδικεί μία ~ μεταξύ των πενήντα μεγαλύτερων του κόσμου. Στην υψηλότερη ~ των προτιμήσεων των τηλεθεατών η εκπομπή …|| (μτφ.) Απέκτησε/κατέκτησε/κέρδισε επάξια μια ~ δίπλα στους κορυφαίους μουσικούς. Δικαιούται/έχει μια ~ στην ιστορία. Πήρε τελικά τη ~ που του άξιζε. 5. (μτφ.) αξίωμα στην ιεραρχία υπηρεσίας ή σώματος, δουλειά: καλοπληρωμένη/νευραλγική/χηρεύουσα ~. ~-κλειδί/κύρους/(συνήθ. ειρων.) περιωπής. Κάλυψη θέσης. Επίδομα θέσης ευθύνης. Απόσπαση σε μια ~ (βλ. μετάθεση). Εκδήλωση ενδιαφέροντος/υποψηφιότητα για τη ~ του Προέδρου. Ανοιχτές/διαθέσιμες/διοικητικές/εργασιακές/νέες θέσεις. Θέσεις απασχόλησης πτυχιούχων/ορισμένου και αορίστου χρόνου. Απελευθέρωση/δημιουργία/προκήρυξη/στελέχωση θέσεων. Καθήκοντα/υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ~/(λόγ.) εκ της θέσεώς του. (Ανα)ζητώ/εξασφαλίζω μια ~ στο Δημόσιο. Απολύθηκε από/διατήρησε τη ~ του. Διορίζομαι/εκλέγομαι/προάγομαι/προσλαμβάνομαι/υπηρετώ στη ~ του ... Παραιτούμαι από τη ~ του Διευθυντή. Παίρνω τη ~ (κάποιου). Δεν θέλω να χάσω τη ~ μου. Βρήκε ~ ως... Έχει/κατέχει ανώτερη/επιτελική/ηγετική/καλή/µόνιµη/τιμητική/υπεύθυνη/υψηλή ~. Ανέλαβε νευραλγική ~ στο Υπουργείο. Η επιχείρηση τού πρόσφερε/πρότεινε μια αρκετά προσοδοφόρα ~. Προκηρύσσεται μία ~ ερευνητή/καθηγητή. Πβ. πόστο. 6. ΑΘΛ. ρόλος που έχει κάποιος παίκτης στην ομάδα του: Παίζει στη ~ του τερματοφύλακα. Του έδωσαν/πήρε ~ βασικού. Αγωνίζεται στη ~ του πλέι μέικερ. 7. προβλεπόμενος αριθμός υποψηφίων ή συμμετεχόντων: θέσεις ειδικότητας/πρακτικής άσκησης/υποτροφίας. Προσφερόμενες θέσεις για εθελοντές/σπουδές. Μείωση των θέσεων εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Δεν έχει/υπάρχει (κενή) ~ στον παιδικό σταθμό. 8. (μτφ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι: αξιοζήλευτη/μειονεκτική/πλεονεκτική ~. Σε ~ αναμονής. Με φέρνεις σε δύσκολη ~. Βελτιώνω/δυσχεραίνω τη ~ μου. Βρίσκομαι στη δυσάρεστη/στην ευχάριστη ~ να σας ανακοινώσω ότι ... Είμαι σε καλύτερη ~ (= μοίρα) από/σε σχέση με τον ... Μην επιβαρύνεις τη ~ σου! Τι θα έκανες στη ~ μου;|| (λόγ.) ~ σε κίνηση/λειτουργία. Απαγόρευση της θέσεως σε κυκλοφορία χημικών προϊόντων. Ημερομηνία θέσεως της σύμβασης σε ισχύ.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ακάλυπτη ~. Καθαρή ~ ενεργητικού/εταιρείας (= στάτους).|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ του υπαλλήλου σε αργία/διαθεσιμότητα. 9. (μτφ.) το σύνολο των ιδεών που υποστηρίζει κάποιος: ακραίες/αντικρουόμενες/απόλυτες/επιστημονικές/πολιτικές/προγραμματικές/ριζοσπαστικές/σαφείς/φιλοσοφικές θέσεις. Αξιολόγηση/γνωστοποίηση/διατύπωση/παρουσίαση/ταύτιση θέσεων. Οι θέσεις της Εκκλησίας/του κόμματος/της παράταξης. Θέσεις και αντιθέσεις/αρχές/προθέσεις/προτάσεις. Κριτική πάνω στις θέσεις/(λόγ.) επί των θέσεων (κάποιου). Οι ελληνικές θέσεις στο θέμα του ... Αυτή είναι η ~ μου (= άποψη). Η επίσημη ~ της κυβέρνησης για/(πάνω) σε ένα ζήτημα. Απάντηση στην ανατρεπτική/προκλητική/πρωτοποριακή ~ του … Προς απόδειξη της θέσεως ότι ... Παίρνω ανοιχτά/δημόσια ~ υπέρ/κατά ... Διαχωρίζω τη ~ μου (= αποστασιοποιούμαι). Αλλάζω θέσεις. Εκφράζω/ξεκαθαρίζω/υπερασπίζομαι/υποστηρίζω τη ~/τις θέσεις μου. Εμμένω/μένω ακλόνητος στις θέσεις μου. Δεν παρεκκλίνω από τις θέσεις μου. Υπεραμύνεται της θέσεώς/των θέσεών του σχετικά με ... Αποδοκιμάστηκαν/επιδοκιμάστηκαν οι θέσεις του.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~, αντίθεση, σύνθεση. ~ ή αποδεικτέα πρόταση. Πβ. πεποίθηση. Βλ. υπόθεση. 10. (μτφ.) ρόλος, σπουδαιότητα: η ~ της τεχνολογίας στην κοινωνία. Η ~ της γυναίκας στις αναπτυσσόμενες χώρες.|| Έχει μια (σημαντική) ~ στη ζωή μου. Έχει ξεχωριστή ~ στην καρδιά μου. 11. ΦΙΛΟΛ. -ΜΟΥΣ. η τονισμένη συλλαβή του μετρικού ποδός· το τονισμένο τμήμα κατά τη ρυθμική ανάγνωση μουσικού κομματιού. ΑΝΤ. άρση (3) ● Υποκ.: θεσούλα (η) 1. θέση εργασίας: (ειρων.) Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βολευτεί/να χωθεί σε καμιά ~ στο Δημόσιο. 2. κάθισμα, μικρός χώρος: Βρήκε μια ~ και κάθισε.|| Έβαλε τα βιβλία σε μια ~ πάνω στο γραφείο. Πβ. γωνίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: χάρτης θέσης: στον οποίο υποδεικνύεται η θέση ενός σημείου: (ηλεκτρονικός) ~ ~ του κτιρίου/της πόλης/του σταθμού. ~ες ~ και ευρύτερης περιοχής., ανάρροπη θέση βλ. ανάρροπος, αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, γεωγραφική θέση βλ. γεωγραφικός, δεύτερη θέση βλ. δεύτερος, διακεκριμένη θέση βλ. διακεκριμένος, εδραία θέση βλ. εδραίος, εκλόγιμη θέση βλ. εκλόγιμος, θέση ισχύος βλ. ισχύς, κένωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. κένωση, κοινωνική θέση βλ. κοινωνικός, οικονομική θέση βλ. οικονομικός, οργανική θέση βλ. οργανικός, πλήρωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. πλήρωση, πρώτη θέση βλ. πρώτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο, τουριστική θέση βλ. τουριστικός, τρίτη θέση βλ. τρίτος, φώτα θέσης βλ. φως, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: βάζω τα πράγματα στη θέση τους (μτφ.): δίνω τη σωστή διάσταση ενός θέματος, αποκαθιστώ την αλήθεια: Για να βάλουμε ~ ~, πρέπει να πούμε ότι ... Νέα στοιχεία ήρθαν να βάλουν ~ ~., δεν έχω θέση κάπου (μτφ.): δεν μπορώ να συμμετέχω, επειδή είμαι μη αποδεκτός ή ακατάλληλος, ή επειδή θεωρώ ότι δεν μου αρμόζει: Με τέτοιες απόψεις δεν έχει (καμία) ~ ανάμεσά μας. Ο φόβος δεν ~ει ~ σε ένα τέτοιο εγχείρημα (: δεν ταιριάζει). Εγώ φεύγω, ~ ~ εδώ. Πβ. δεν χωράω κάπου., έδωσε τη θέση (του) σε κάτι (μτφ.): αντικαταστάθηκε από: Η απαισιοδοξία ~ ~ της στην ελπίδα., είμαι σε θέση να ... & (λόγ.) εις θέσιν να ...: έχω τη δυνατότητα, μπορώ: ~ ~ να σου πω ότι ... Δεν ~ ~ σε βοηθήσω αυτή τη στιγμή. Πβ. σε κατάσταση να ..., έρχομαι/μπαίνω στη θέση του: βιώνω νοερά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Έλα/μπες ~ ~ του και προσπάθησε να τον καταλάβεις. Βλ. ενσυναίσθηση.|| (για ηθοποιό) Μπαίνω ~ ~ του ήρωα/του προσώπου που υποδύομαι (πβ. μπαίνω στο πετσί)., παίρνω θέση για/σε κάτι (μτφ.): εκφράζω την άποψή μου, τοποθετούμαι: Πήρε ~ για την κρίση/τις μεταμοσχεύσεις. Δεν πήρε ~ στην κόντρα μεταξύ ... Έχει πάρει ~ κατά/υπέρ του ..., στη θέση (προσώπου ή πράγματος): προς δήλωση αντικατάστασης: Εκκλησία χτισμένη ~ ~ αρχαίου ναού. (ειρων.) Θέλει να γίνει υπουργός ~ ~ του υπουργού (πβ. χαλίφης στη θέση του χαλίφη). Πβ. αντί.|| (μτφ.) ~ ~ σου θα έφευγα (: αν ήμουν εσύ)., τον βάζω στη θέση του (μτφ.-προφ.): του κάνω παρατήρηση για την ανάρμοστη ή προσβλητική συμπεριφορά του, ώστε να μην την επαναλάβει: Κάποιος πρέπει να τον βάλει ~ ~. Δεν βρέθηκε ένας να αντιδράσει/διαμαρτυρηθεί και να τον βάλει ~ ~. Πβ. ανακαλώ/επαναφέρω στην τάξη, του τη λέω., βρίσκει θέση (κάπου) βλ. βρίσκω, ελαφρύνω τη θέση κάποιου βλ. ελαφρύνω, επέχει θέση βλ. επέχω, κατέχει δεσπόζουσα/εξέχουσα/κεντρική/περίοπτη θέση βλ. κατέχω, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, κρατά(ει) τη θέση του βλ. κρατώ, λάβετε θέσεις βλ. λαμβάνω, μια θέση στον ήλιο βλ. ήλιος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, σε απόσταση/θέση βολής βλ. απόσταση, σε θέση μάχης βλ. μάχη [< αρχ. θέσις, γαλλ. place, position]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

καλώς

καλώς [καλῶς] κα-λώς επίρρ. {καλύτερα, άριστα (λογιότ.) κάλλιστα} (λόγ.) 1. σωστά, ικανοποιητικά: Αν ενθυμούμαι ~, ...|| ~ έπραξες! Έτσι αποφάσισαν και ~ (έκαναν). Πβ. ορθώς.|| Βαθμός πτυχίου "~".|| Αν είναι έτσι, ~ (= σύμφωνοι). ΑΝΤ. κακώς 2. για την εισαγωγή ευχετ. φράσεων: ~ να γυρίσεις/να πας!|| (σε εκφρ. υποδοχής:) ~ τον/τους! ~ τα παιδιά! (συχνά ειρων.) ~ τα μάτια μου/μας τα δυο! (ως απάντηση:) ~ σε/σας βρήκα!|| ~ τα/τους δέχτηκες/να τους δεχτείς (= να τους υποδεχτείς)! ● ΦΡ.: έχει καλώς: για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· καλά, εντάξει: ~ ~, θα το φροντίσω. Αν τα καταφέρω, ~ ~· αλλιώς, θα ξαναπροσπαθήσω. Πβ. πάει καλά., καλώς εχόντων των πραγμάτων: αν εξελιχθούν όλα ομαλά: ~ ~, θα έχω τελειώσει μέχρι αύριο. Πβ. εκτός απροόπτου., καλώς ή κακώς: ανεξαρτήτως του αν κάτι είναι θετικό ή αρνητικό, αν συμφωνούμε ή όχι: ~ ~, αύριο θα έχει λήξει το θέμα., βαίνει καλώς βλ. βαίνω, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, καλώς ήρθες/ήρθατε βλ. έρχομαι, καλώς όρισες/ορίσατε βλ. ορίζω, καλώς τον(α) κι ας άργησε! βλ. αργώ, λίαν καλώς βλ. λίαν, ο καλώς/κακώς εννοούμενος βλ. εννοούμενος ● βλ. καλά, καλός [< αρχ. καλῶς]

κάπως

κάπως κά-πως επίρρ. 1. (ως ποσοτικός προσδιορισμός) λίγο: Είναι ~ δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω. Ήρθε ~ καθυστερημένη. Είμαι ~ (= σχεδόν, σχετικά) καλύτερα. Αντέδρασε ~ απότομα. Ησύχασαν ~ τα πράγματα (= ως έναν βαθμό· πβ. κάπου). Νομίζω πως είναι ~ υπερβολικό να ... Κατάφερε να σώσει ~ την κατάσταση. Θα απαντήσω ~ πιο γενικά. Βλ. καθόλου. 2. (ως τροπικός προσδιορισμός) με κάποιον τρόπο: Πρέπει ~ ν' αντιδράσω! Θέλει ~ να επικοινωνήσει. ● ΦΡ.: είναι κάπως (προφ.): έχει κάτι το απροσδιόριστα αρνητικό: Πώς να σου το πω, δεν τον συμπαθώ· ~ ~!, κάπως αλλιώς: διαφορετικά: ~ ~ τα περίμενα/φανταζόμουν τα πράγματα., κάπως έτσι: περίπου έτσι: ~ ~ άρχισαν όλα. Δεν διαφωνώ, ~ ~ το βλέπω κι εγώ.|| Tο τραγούδι ξεκινάει ~ ~: ... (= ως εξής)., κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα: (αναφέρεται σε πληροφορίες που έχουν προηγηθεί) η κατάσταση είναι όπως περίπου παρουσιάστηκε: ~ ~ με τους τραυματίες. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά ~ ~., νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως (προφ.): έχω μια απροσδιόριστα περίεργη διάθεση· είμαι πεσμένος ψυχολογικά ή δεν αισθάνομαι πολύ καλά: ~ ~ σήμερα, δεν ξέρω τι έχω! Πβ. είμαι στα κάτω μου, είμαι (στα) ντάουν (μου).

κεφάλαιο

κεφάλαιο κε-φά-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίου} 1. ΟΙΚΟΝ. κάθε αξιοποιήσιμο χρηματικό ποσό ή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ατόμου ή επιχείρησης· συνεκδ. οι κεφαλαιοκράτες: αναπτυξιακό/άυλο/ζωικό/ιδιωτικό/καταβεβλημένο/κυκλοφοριακό ή κυκλοφορούν/μετοχικό/μονοπωλιακό/ονομαστικό/σταθερό/υβριδικό/φυτικό/χρηματιστικό ~. Αγορά/παραγωγικότητα ~αίου. Αντληθέντα/αποθεματικά/επαναπατριζόμενα/επενδυτικά/επιχειρηματικά/ίδια ~α. ~α εξωτερικού/από δανεισμό. Αξιόγραφα/απόδοση/αποπληρωμή/απόσβεση/αύξηση/διάθεση/διακίνηση/διαχείριση/εισροή/εισφορά/επιστροφή/μεταφορά/πίστωση/ρευστοποίηση/συντελεστής/συσσώρευση/υπεραξία/υποθήκη ~αίων. Έχουν επενδύσει ~α στην έρευνα. Χρειάζονται ~α για να ...|| Το μεγάλο/ντόπιο/ξένο ~. Απαιτήσεις/(πολιτικοί) εκφραστές του ~αίου. Εργάτες και ~. Πβ. καπιταλιστές, πλουτοκράτες. 2. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) οτιδήποτε έχει σημαντική θέση και σπουδαιότητα μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο: επιστημονικό (: οι επιστήμονες)/ηθικό/πνευματικό ~. Το φυσικό και πολιτιστικό ~ μιας περιοχής. Η γνώση είναι ~ (πβ. αξία, πλεονέκτημα). 3. καθεμιά από τις ενότητες στις οποίες χωρίζεται γραπτό κυρ. έργο και φέρει αριθμό ή/και τίτλο· κατ' επέκτ. διακριτή χρονική περίοδος: επόμενο/προηγούμενο/πρώτο/τρίτο ~. ~ νομοσχεδίου. Έκταση/επικεφαλίδα/ερωτήσεις/περίληψη/σύνοψη ~αίου. Το βιβλίο αποτελείται από/περιλαμβάνει ... ~α. Βλ. υπο~.|| ~ συζήτησης (= τμήμα, μέρος). Έκλεισε ένα ~ της ιστορίας μας/στη ζωή μου. Η υπογραφή της συνθήκης άνοιξε ένα νέο ~ στις σχέσεις των δύο χωρών. Πβ. εποχή, σελίδα. ● Υποκ.: κεφαλαιάκι (το): στις σημ. 1, 3. ● ΣΥΜΠΛ.: απασχολούμενα κεφάλαια: ΛΟΓΙΣΤ. αυτά που έχουν επενδυθεί σε εταιρεία από τους μετόχους της και οι μακροπρόθεσμες, κυρ. δανειακές, υποχρεώσεις της. [< αγγλ. capital employed] , εθνικό κεφάλαιο 1. (μτφ.) οτιδήποτε συνιστά πολύτιμο αγαθό για ένα έθνος: Ο μείζων ελληνισμός/το φυσικό περιβάλλον αποτελεί ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. εθνικά περιουσιακά στοιχεία. Βλ. εθνικός πλούτος., κεφάλαιο κίνησης: ΟΙΚΟΝ. ποσό χρημάτων για κάλυψη των συνήθων αναγκών μιας επιχείρησης: διαρκές/εποχικό/μεταβλητό/πρόσθετο ~ ~. Δάνειο/ενίσχυση/χορήγηση/χρηματοδότηση ~αίου ~. [< αγγλ. working capital, 1912] , κοινωνικό κεφάλαιο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. το σύνολο των χαρακτηριστικών που αποδίδονται σε άτομα, ομάδες ή δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και διευκολύνουν τη συνεργασία και τη συλλογική δράση των ανθρώπων, με στόχο το γενικό συμφέρον: ~ ~ και κοινωνία των πολιτών. Βλ. συμμετοχικότητα. [< γαλλ. capital social] , πραγματικό κεφάλαιο: ΟΙΚΟΝ. που χρησιμοποιείται στην παραγωγή για τη δημιουργία νέων αγαθών: δημόσιες επενδύσεις σε ~ ~ και σε ανθρώπινους πόρους (βλ. εικονικό κεφάλαιο)., αγορά κεφαλαίου βλ. αγορά, αμοιβαία κεφάλαια βλ. αμοιβαίος, ανθρώπινο κεφάλαιο βλ. ανθρώπινος, άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, πάγιο κεφάλαιο βλ. πάγιος, συγκέντρωση κεφαλαίου βλ. συγκέντρωση [< 1: αρχ. κεφάλαιον, γαλλ. capital 2,3: μτγν. κεφάλαιον, γαλλ. chapitre, γαλλ. chapter]

-κρατία

-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

μιλώ

μιλώ [μιλῶ] μι-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μιλ-άς ... (σπάν.) μιλ-είς ..., μιλούν & μιλάνε | μίλ-ησα, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & μιλάω & (λόγ.) ομιλώ {-είς ..., παρατ. ομιλ-είτο, -ούνταν} 1. αρθρώνω λόγο: ~ αργά/ασταμάτητα/δυνατά/καθαρά/λίγο/πολύ/σιγά. Γιατί ~άς τόσο γρήγορα; Σταμάτα να ~άς πια! Είναι αγένεια να ~άς, όταν ~άει κάποιος άλλος. Πώς ~άς έτσι; ~άει με τη μύτη/με προφορά. Το μωρό ~ησε, είπε τις πρώτες του λεξούλες. Μίλα, γιατί δεν ~άς; Πβ. λέω. Βλ. παρα~, πολυ~, σωπαίνω. 2. εκφράζομαι προφορικά ή γραπτά· αναφέρομαι σε, κάνω λόγο για κάτι: ~ αλληγορικά/ανοιχτά/άστοχα/ευγενικά/ξεκάθαρα/σοβαρά/σωστά. ~ εκ μέρους κάποιου/εκ του ασφαλούς. ~ με άνεση/ευχέρεια. Δεν του αρέσει να ~άει για τον εαυτό του. Λατρεύει να ~άει για τη μουσική. Θα μας ~ήσει για την καινούργια του ταινία (σε συνέντευξη). Τα τραγούδια του ~ούν για τον έρωτα. Ποτέ δεν ~ούν για ... Για ποιους κινδύνους ~άτε; Ποτέ ως τώρα δεν έχω ~ήσει εναντίον του. Η Αστυνομία ~άει (: κάνει υπόθεση) για φόνο. Δεν ~ησα (: δεν έφερα αντίρρηση), για να μην τσακωθούμε. ~άς (: διαμαρτύρεσαι, παραπονιέσαι) κι εσύ που σου έχουν έρθει όλα βολικά. Θα ~ήσω στον αρμόδιο (: θα μεσολαβήσω). ~ώντας με ντοκουμέντα. ~ώντας γενικά, είπε ότι ...|| Στο πέμπτο κεφάλαιο ~άει για ... (: αφηγείται, διηγείται).|| (προφ.-εμφατ.) ~άμε για το παιχνίδι! 3. κουβεντιάζω, συζητώ για κάποιον/κάτι: Με ποιον ~άς; ~άει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Για ποιο πράγμα ~άτε; ~άμε (σπανιότ. ~ούμε) για το ίδιο πράγμα. Δε ~ήσαμε πολύ. Όλος ο κόσμος ~άει για ... (πβ. κουτσομπολεύω). Μη ~άτε μεταξύ σας. Πρέπει να ~ήσουμε εμείς οι δύο. Μείνε ήσυχος, θα της ~ήσω εγώ (: θα προσπαθήσω να την πείσω, να τη συμβουλεύσω). Τα ~ήσαμε, τα συμφωνήσαμε. ~ησαν αρχηγός και διαιτητής (: ήρθαν σε συμφωνία, συνεννόηση). Έχει ήδη ~ηθεί να αποσύρει τη μήνυση. Πβ. συνομιλώ.|| Σου απαγορεύω να του ~άς (: να διατηρείς φιλικές ή τυπικές επαφές μαζί του)! Δεν μου ~άει εδώ και καιρό. Δε(ν) ~ιέται με τους γονείς της. Φτάσαμε στο σημείο να μη ~ιόμαστε. 4. απευθύνομαι σε κάποιον· εκφωνώ λόγο: Σε σένα ~άω, πού κοιτάς; Εγώ σου ~άω και εσύ με γράφεις. Δεν σου επιτρέπω να μου ~άς στον ενικό. Την είδα, αλλά δεν της ~ησα. Κανείς δεν τολμάει να του ~ήσει.|| ~άω δημόσια. Στην εκδήλωση ~ησαν και δύο ξένοι καθηγητές. Θα ~ήσει ο αντιπρόεδρος της ομάδας. Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση ~ώντας από το βήμα αυτό. Πβ. αγορεύω. 5. γνωρίζω μια γλώσσα και τη χρησιμοποιώ ως μέσο επικοινωνίας: ~ (άπταιστα) Αγγλικά/Γαλλικά/Γερμανικά/Ελληνικά.|| ~ τη γλώσσα του σώματος. ~άνε (: συνεννοούνται) με νοήματα. Είναι σημαντικό οι γονείς να ~ούν στη γλώσσα των παιδιών. 6. αποκαλύπτω ή ομολογώ: Πολλοί γνωρίζουν τι συνέβη, αλλά κανείς δε ~άει. Μη ~ήσεις σε κανέναν! ~ησε τελικά ο κατηγορούμενος. Τον απειλούν επειδή ~ησε. Πβ. μαρτυρώ. 7. (μτφ.) αποφασίζω ή παίζω καθοριστικό ρόλο: Η δικαιοσύνη/ο λαός ~ησε. Τα άστρα ~ούν για σας. Τώρα ~άω εγώ! 8. (μτφ.) καθιστώ κάτι φανερό χωρίς χρήση λόγου: Οι αριθμοί ~ούν από μόνοι τους. Η εικόνα ~άει μόνη της. 9. (μτφ.) αγγίζω, ευαισθητοποιώ: Η μουσική του ~άει στην ψυχή μου/~ησε απευθείας στις καρδιές μας. ● ΦΡ.: (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο & στους/με τους τοίχους 1. σε περιπτώσεις που μιλά κάποιος χωρίς να του δίνουν σημασία: Προσπάθησα να του εξηγήσω, αλλά ήταν σαν να ~ στον τοίχο. 2. για κάποιον που μιλά στον εαυτό του., για να μη μιλήσω για ... (προφ.-εμφατ.): για να επισημανθεί κάτι επιπλέον σε σχέση με τα προαναφερθέντα: Υπερβολικές οι τιμές στα ρούχα, ~ ~ για τη χαμηλή ποιότητα των υφασμάτων., δε(ν) μιλιέται (προφ.): δεν έχει όρεξη να μιλήσει, συνήθ. λόγω μεγάλης στενοχώριας ή θυμού., εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω: δεν προσέχει κανένας αυτά που λέω., μίλα καλά! (προφ.): εκφράσου σωστά, όπως αρμόζει ή ξεκάθαρα: ~ ~, μη βρίζεις!|| (απειλητ.) ~ ~ (= ξηγήσου), ποιος τον σκότωσε;, μιλάω καλά για κάποιον: λέω κάτι θετικό για αυτόν, τον επαινώ: ~άει πάντα ~/με τα καλύτερα λόγια για σένα!, μιλάω με το σεις και με το σας & με το σας και με το σεις (συχνά ειρων.): πάρα πολύ ευγενικά., μίλησε με την τύχη (του): αποδείχτηκε, φάνηκε τυχερός: Στα τελευταία λεπτά του αγώνα, η ομάδα ~ ~ της., το μιλάει καλά το ... (λαϊκό): έχει ευχέρεια σε μια ξένη γλώσσα: ~ ~ αγγλικό., το πράγμα μιλάει (από) μόνο του: είναι ολοφάνερο., αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, ελληνικά (σου) μιλάω (όχι κινέζικα) βλ. ελληνικός, καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς! βλ. μασώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί, μιλάει η πείρα/η εμπειρία βλ. πείρα, μιλάει το κρασί βλ. κρασί, μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι βλ. κώλος, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, μιλώ στον αέρα βλ. αέρας, μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον βλ. στόμα, ούτε μιλάει ούτε λαλάει βλ. λαλεί, το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει βλ. τηλέφωνο, χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά βλ. χρωστώ ● βλ. μιλημένος [< μεσν. μιλώ]

μισθός

μισθός μι-σθός ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) μιστός: το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ως αμοιβή για την εργασία του: ετήσιος/ημερήσιος/ικανοποιητικός/κατώτατος/μηνιαίος/νόμιμος/πενιχρός/πρώτος/σταθερός/συμβατικός (: που καθορίζεται από τη σύμβαση εργασίας)/συντάξιμος ~. Βασικός ~ (: χωρίς επιδόματα και προσαυξήσεις). Καθαρός ~ (: χωρίς κρατήσεις). Ο δέκατος τρίτος ~ (= το δώρο των Χριστουγέννων). ~ βουλευτή/δημοσίου υπαλλήλου. Υπάλληλος με υψηλό/χαμηλό ~ό (πβ. υψηλό-, χαμηλό-μισθος). ~οί και συντάξεις. Αναπροσαρμογή/διαμόρφωση/μείωση/όρια/πάγωμα/περικοπή/πίνακας/συγκράτηση ~ών. Δικαιούμαι/εισπράττω/παίρνω ~ό. Οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις ~ών. ΣΥΝ. αποδοχές, απολαβές ● Υποκ.: μισθουλάκος & μισθουλάκι ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός/έμμεσος μισθός: το σύνολο των κοινωνικών παροχών και επιδομάτων που χορηγούνται ανεξάρτητα από τον μισθό του εργαζομένου (π.χ. ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση)., μικτός/ακαθάριστος μισθός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: μέσος/ωριαίος ~ ~. Αύξηση/φόρος ~ου ~ού., μισθός πείνας (προφ.): πάρα πολύ χαμηλός, που δεν εξασφαλίζει στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση., ονομαστικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. που συμπεριλαμβάνει και τις κρατήσεις: μηνιαίος ελάχιστος ~ ~., πραγματικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με τις αποδοχές του, η αγοραστική δύναμη του μισθού. ● ΦΡ.: άξιος ο μισθός (κάποιου) (συνήθ. ως επιφών.-ειρων.): του αξίζει η ανταμοιβή, η επιβράβευση: Σε καλή μεριά! ~ ~ σου!, κόβω μισθό σε κάποιον (προφ.): χορηγώ, καταβάλλω μισθό. [< αρχ. μισθός, γαλλ. salaire]

νοικοκυρεύω

νοικοκυρεύω νοι-κο-κυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {νοικοκύρ-εψε, -έψει, -εύτηκε, -ευτεί, νοικοκυρεύ-οντας, νοικοκυρ-εμένος} (προφ.) 1. (μτφ.) τακτοποιώ, οργανώνω συνήθ. μια υπηρεσία, μια επιχείρηση, ένα σύνολο ατόμων, κυρ. ως προς τα οικονομικά: ~εψε τα δημοσιονομικά/το κράτος/(για προπονητή:) την ομάδα. Όχι μόνο δεν ~εψαν την εταιρεία, αλλά τη βούλιαξαν σε νέα χρέη. ~εμένος: δήμος. ~εμένη: δουλειά (: που έχει γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια). 2. καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω: ~εψε το δωμάτιο. ~εμένο: σπίτι (ΑΝΤ. ανοικοκύρευτο). ● Παθ.: νοικοκυρεύομαι (λαϊκό): παντρεύομαι, κάνω δική μου οικογένεια, ανοίγω το δικό μου σπίτι: Βρες ένα καλό κορίτσι να ~ευτείς!|| (κυρ. παλαιότ.) ~εμένη: κοπέλα (: από καλή οικογένεια, νοικοκυρά). ● ΦΡ.: νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ζητά ή επιδοκιμάζει την τάξη και την οργάνωση (σε κάποιον χώρο ή στη διευθέτηση μιας υπόθεσης). [< μεσν. νοικοκυρεύω]

ντροπή

ντροπή ντρο-πή ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εντροπή 1. αίσθημα ενοχής, ταπείνωσης και κατωτερότητας που νιώθει κάποιος, επειδή διέπραξε κάτι ανάρμοστο ή αξιοκατάκριτο· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) η πράξη ή συμπεριφορά εξαιτίας της οποίας βιώνει κάποιος το αντίστοιχο συναίσθημα: εθνική ~. Εικόνες ~ής. Συμβάν που αποτελεί ~ για την κοινωνία/τον πολιτισμό μας. Είναι ~ να φέρεσαι με αγένεια! Δεν είναι ~ να πεις ότι δεν ξέρεις! Αισθάνομαι (μεγάλη) ~ για ό,τι έγινε. Τι ~! Πβ. αιδώς, (κατ)αισχύνη, όνειδος, τσίπα.|| Δεν ξεπλένονται οι/θα ξεσκεπάσω τις ~ές σου! Πάει να κουκουλώσει τις ~ές τους. 2. αίσθημα δειλίας, διστακτικότητας και υποχώρησης, που νιώθει κάποιος απέναντι σε πρόσωπο άγνωστο, αξιοσέβαστο, ανώτερό του ή διαφορετικού φύλου ή απέναντι στην έκθεση ή θέα του γυμνού σώματος: Μόλις τον είδε, έγινε κατακόκκινη/χαμήλωσε το βλέμμα από ~/από τη ~ της. (προφ.) Άσε τις ~ές και μίλησέ του! Α! Δεν θέλω ~ές. Τον έπιασαν οι ~ές (του). ΣΥΝ. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή (3) ΑΝΤ. αδιαντροπιά ● ΦΡ.: (η) μισή ντροπή δική μου (και η) μισή ντροπή δική του: (σε περιπτώσεις δισταγμού) αν υπάρχει κάποιος λόγος να ντραπώ για κάτι, το ίδιο ισχύει και για τον άλλον., ... της ντροπής (προφ.): για κάτι που έχει απομείνει τελευταίο και όλοι διστάζουν να το πάρουν· κυρ. για το τελευταίο κομμάτι φαγητού στο πιάτο., ντροπή σου/του: (στην αρχή ή στο τέλος του λόγου) για ενέργεια ή συμπεριφορά που πρέπει να προκαλεί ενοχή, τύψεις: ~ σου για ό,τι έκανες/~ του που σε άφησε αβοήθητη/~ στους υπεύθυνους! ΣΥΝ. σα(ν) δε(ν) ντρέπεσαι/-εται/...!, ντροπή!: για να αποτραπεί ή να δηλωθεί αξιόμεμπτη πράξη: Μην αντιμιλάς! ~!|| ~! Τι πράγματα είναι αυτά!, ντροπής πρά(γ)ματα! (λαϊκό) : για να δηλωθεί ότι μια ενέργεια ή συμπεριφορά είναι απαράδεκτη., χωρίς/δίχως (καμία/την παραμικρή) ντροπή/αιδώ & χωρίς ίχνος ντροπής: χωρίς τσίπα, φιλότιμο· με θράσος, ξεδιάντροπα., η δουλειά/καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή βλ. δουλειά, ντροπή και αίσχος βλ. αίσχος [< μεσν. ντροπή, γαλλ. honte]

ξηγημένος

ξηγημένος, η, ο ξη-γη-μέ-νος επίθ. (λαϊκό): τίμιος, που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, ευθύτητα: ~ος: τύπος (= εντάξει, ντόμπρος). ~ες: κουβέντες. Το παιδί είναι σπαθί και ~ο.|| ~οι; (: σύμφωνοι/συνεννοηθήκαμε;)|| (για αποφυγή παρεξηγήσεων:) Για να 'μαστε ~οι (= σαφείς) από την αρχή, ... ΣΥΝ. ξεκάθαρος (2) ΑΝΤ. ανειλικρινής, ανέντιμος ● επίρρ.: ξηγημένα ● ΦΡ.: ξηγημένα πρά(γ)ματα (προφ.): για να δηλωθεί πλήρης συμφωνία και υπόσχεση., μιλημένα ξηγημένα/τιμημένα βλ. μιλημένος

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ούτω(ς)

ούτω(ς) [οὕτω(ς)] ού-τω(ς) επίρρ. (λόγ.): έτσι. Στις ● ΦΡ.: και ούτω καθεξής/καθ' εξής (συντομ. κ.ο.κ.): για αποφυγή επανάληψης στοιχείων που συνεχίζουν με όμοιο ή παραπλήσιο τρόπο ό,τι προαναφέρθηκε· κατά τον ίδιο τρόπο: Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη ~ ~. Πβ. και πάει λέγοντας, και τράβα κορδέλα/κορδόνι. Βλ. και άλλα, και λοιπά. [< γερμ. und so weiter] , ούτω πως: περίπου με αυτόν τον τρόπο, κάπως έτσι: ~ ~ εξηγείται γιατί αρνήθηκε. ~ ~ προέκυψε ..., ούτως ειπείν (συχνά ειρων.): που λέει ο λόγος, για να το πούμε έτσι: Έκανε ένα, ~ ~, ασυνείδητο λάθος., ούτως εχόντων των πραγμάτων: έτσι όπως έχουν τα πράγματα, έτσι όπως είναι η κατάσταση: ~ ~, τίθεται πλέον το ερώτημα πώς θα κινηθούμε στη συνέχεια. Πβ. εν τοιαύτη περιπτώσει., ούτως ή άλλως βλ. άλλως [< αρχ. οὕτω(ς)]

πηγαίνω & πάω

πηγαίνω & πάω πη-γαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πηγαίνεις κ. πας, πάει, πάμε, πάτε, πάν(ε) | πήγαινα, πήγα (να/θα πάω), προστ. πήγαινε, πηγαίνετε κ. πάτε, πηγαίν-οντας} 1. μετακινούμαι, κατευθύνομαι με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο συνήθ. προς συγκεκριμένο σημείο: ~ στα μαγαζιά/στην τράπεζα. ~ για ύπνο (= να κοιμηθώ)/για ψώνια (= να ψωνίσω). ~ει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πού/προς τα πού πας; Πάμε (για) μια βόλτα/να περπατήσουμε (λιγάκι). Από πού πάνε για το λιμάνι;|| Πήγαν (= έφυγαν για) διακοπές/εκδρομή/ταξίδι.|| ~ (= πετάγομαι) μια στιγμή μέχρι τον/στον φούρνο και επιστρέφω.|| Το λεωφορείο πάει στο κέντρο. -Πώς μπορεί να πάει κανείς μέχρι την παραλία; -Με αυτοκίνητο/καΐκι. Πβ. μεταβαίνω. Βλ. παρα-, πολυ-πάω. 2. (+ μέχρι/ως) φτάνω: Πήγα ως την πόρτα.|| (μτφ.) Η ομάδα έχει πάει μέχρι τον τελικό. 3. (+ από) περνώ, διέρχομαι: Πήγα από το σπίτι των γονιών μου. 4. (για οδηγό ή όχημα) κινούμαι: ~ει (= τρέχει) με εκατό (ενν. χιλιόμετρα) την ώρα. 5. συχνάζω κάπου, συνηθίζω να επισκέπτομαι ένα μέρος: ~ στο γυμναστήριο. ~ει (κάθε Σάββατο/με φίλους) στον κινηματογράφο. Πάμε θέατρο συχνά. 6. συνοδεύω, οδηγώ κάποιον· μεταφέρω κάτι: Πάω τα παιδιά στο πάρκο/σχολείο. Να σε πάω (= πετάξω) μέχρι το σπίτι; Με πήγε (= έβγαλε) για φαγητό.|| Πήγα τα σκουπίδια (στον κάδο)/τα χαρτιά για ανακύκλωση.|| (μτφ.) Τον πήγε (= έσυρε) στα δικαστήρια. 7. (+ για, μτφ.) προορίζομαι· βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι: Σταφύλια που πάνε για (να γίνουν) κρασί/μούστο.|| ~ει για Δήμαρχος/Πρόεδρος (πβ. προαλείφομαι). ~ει (= βαίνει, οδεύει, είναι πολύ κοντά) για παγκόσμιο ρεκόρ/τη νίκη. 8. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω: Άντε να ~ (κι εγώ σιγά σιγά). Καιρός/ώρα να ~ουμε.|| (ευχετ.) Να πας στο καλό! 9. (+ να, προφ.) προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω: Πήγα να ανοίξω το φως και έπεσε η ασφάλεια. 10. (μτφ.-προφ.) ανατρέχω, μεταβαίνω: Πήγαινε στο τέλος της σελίδας/τρίτο κεφάλαιο. Ας πάμε (= μπούμε) στην ουσία του θέματος. 11. (μτφ.-προφ.) κοντεύω, κινδυνεύω: Πήγα (= λίγο έλειψε να, παραλίγο) να πεθάνω/τρελαθώ! 12. (μτφ.-προφ.) φοιτώ: ~ (στο) γυμνάσιο/λύκειο/πανεπιστήμιο. 13. (συνήθ. στον αόρ., μτφ.-προφ.) πεθαίνω: Πήγε από βαριά αρρώστια/γεράματα/σφαίρα.πηγαίνει & (προφ.) πάει 1. διαβιβάζεται: Η ανακοίνωση πήγε σε όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. 2. οδηγεί, καταλήγει, φτάνει, βγάζει: Στρίβουμε δεξιά, όπως ~ ο δρόμος. Το μονοπάτι ~ αριστερά. 3. (για χρόνο) φτάνει: Πήγε δώδεκα (η ώρα)/μεσάνυχτα. 4. εξελίσσεται: Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά! Τι έχει πάει στραβά;|| Ο αγώνας ~ για αναβολή (= οδηγείται προς).|| Δεν θυμάμαι πώς ~ ο σκοπός/το τραγούδι. 5. λειτουργεί, δουλεύει: Το ρολόι ~ μπροστά/πίσω. 6. ξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Πού πήγαν τα λεφτά; Τα κονδύλια πήγαν σε ... 7. ταιριάζει, συνδυάζεται: Δεν του ~ αυτό το πουκάμισο/χρώμα. Τα άσπρα/γυαλιά σού πάνε πολύ.|| Το άσπρο κρασί ~ με το ψάρι. 8. πέρασε, τέλειωσε: Πάει κι αυτός ο μήνας! Πάνε χρόνια από τότε.|| Πάει η ευκαιρία (= χάθηκε)! 9. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ η εγγραφή/το κιλό/η ταρίφα; 10. (για διαιρέτη ως προς τον διαιρετέο) χωράει, αναλογεί: Πόσο/πόσες φορές πάει το 8 στο 64; ● ΣΥΜΠΛ.: Πάμε Στοίχημα βλ. στοίχημα ● ΦΡ.: αυτό πού το πας; (προφ.): για συμπληρωματικό στοιχείο που δεν είναι αμελητέο: Δεν έχω διάθεση να βγω, βρέχει κιόλας, ~ ~; , δεν μου πάει (η καρδιά) να ... (προφ.): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αισθάνομαι καλά να κάνω κάτι: ~ ~ τον στενοχωρήσω! ΣΥΝ. δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή), δεν πάει/πα να ... (προφ.): (για δήλωση αδιαφορίας) ας: ~ ~ λέει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει.|| (υβριστ.) ~ ~ πνιγεί!, όπως πάει & κατά πώς πάει: όπως εξελίσσεται η κατάσταση: ~ ~, θα τρελαθώ! ~ ~ το πράγμα, αποκτά ενδιαφέρον., όπως πάω/πας (αρνητ. συνυποδ.): έτσι που ενεργώ/ενεργείς: Όπως πάω, θα μείνω από λεφτά. Έτσι όπως πας, θα φας το κεφάλι σου., όσο πάω/πάει και: όσο περνά ο καιρός: Όσο πάω και βελτιώνομαι. Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η παρέα μας όσο πάει και μεγαλώνει., όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί μεγαλύτερη εμπειρία, υπεροχή σε κάτι: Τι μας λες τώρα, ~ ~!, πάει και …: για να αξιολογηθεί αρνητικά κάτι: Μα τι ~ ~ κάνει/λέει ο άνθρωπος!, πάει καλά (προφ.): εντάξει, καλώς: -Βάζουμε στοίχημα; -~ ~., πάει καλά/άσχημα (προφ.): έχει θετική ή αρνητική εξέλιξη: Τίποτα δεν (μου) ~ καλά σήμερα. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ενημέρωσέ με. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα είμαστε σπίτια μας (βλ. αν θέλει ο Θεός)., πάει κάτω: καταπίνεται: Δεν ~ ~ τίποτα/ούτε μπουκιά (: έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω άλλο). Να πάνε ~ τα φαρμάκια., πάει με όλα & πάει παντού: συνδυάζεται, ταιριάζει με τα πάντα: Κρασί που ~ ~ (ενν. τα φαγητά). Χρώμα (ενν. ενδυμάτων ή υποδημάτων) που ~ ~. , πάει να πει & πα' να πει & παναπεί (προφ.): δηλαδή, σημαίνει: Μπλογκ ~ ~ ημερολόγιο. Αν δεν νικήσουμε, δεν ~ ~ ότι καταστρεφόμαστε., πάει παντού 1. απλώνεται: Ανακατεύουμε καλά το μείγμα, για να ~ ~ ο κιμάς και το τυρί. 2. (μτφ.) μεταφέρεται εύκολα: Συσκευή που είναι τόσο μικρή και ελαφριά, ώστε ~ ~., πάμε γι' άλλα: ως προτροπή για νέα αρχή, νέα προσπάθεια: Περασμένα ξεχασμένα και ~ ~. Χάσαμε, αλλά δεν πειράζει, ~ ~., πάμε!: (προτρεπτικά) προχωράμε, συνεχίζουμε, φεύγουμε: Έλα, ~! Αρκετά ξεκουραστήκαμε, ~ τώρα! Τι δουλειά έχουμε εμείς μαζί τους; ~ να φύγουμε.|| (επιφωνηματικά) Έτοιμοι; ~ (= ξεκινάμε)!, πας να ...: το έχεις βάλει σκοπό να: ~ ~ με τρελάνεις;, πας/είσαι καλά; & δεν πάμε/δεν(/σαν να μην) είμαστε καλά! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή ως επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται ή δεν φέρεται σωστά: Παιδάκι μου, ~ ~ (= είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου, σοβαρολογείς); Κορίτσι μου, δεν ~ ~! Άααα, δεν πάμε καθόλου καλά!, πάω με κάποιον/μαζί του (προφ.): έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: Πήγε (= κοιμήθηκε) μαζί της., πάω τα πράγματα: ωθώ την κατάσταση (κάπου): ~ ~ μπροστά/πιο πέρα/στα άκρα., πήγαινε & (σπάν.-λαϊκό) πάγαινε: φύγε: Άντε ~ από δω., πήγαινε-έλα & πηγαινέλα & πήγαιν' έλα (προφ.) 1. & (λαϊκό) σύρε/πάνε κι έλα: συνεχής κίνηση ή μετακίνηση: Αρχίσαμε τα ~ ~ στο νησί. Πβ. σούρτα-φέρτα. 2. & πήγαινε και έλα: μετάβαση και επιστροφή: ~ ~ κάναμε πέντε ώρες. Με κούρασε το πήγαινε και το έλα με το λεωφορείο. Βλ. ανέβα-κατέβα., πήγε/έπεσε να με φάει (μτφ.-προφ.): αντέδρασε πολύ έντονα εναντίον μου: Μόλις του ζήτησα λεφτά, ~ ~.|| Δεν τόλμησα να πω κάτι και έπεσαν να με φάνε (= μου επιτέθηκαν λεκτικά)., πού θα (μου) πάει (προφ.-εμφατ.) 1. για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, θα συμβεί: ~ ~, θα τα καταφέρω. Θα βρω χρόνο, ~ ~; 2. για να ειπωθεί ότι κάποιος δεν θα ξεφύγει, δεν θα γλιτώσει: ~ ~, θα τον βρω/πετύχω/πιάσω!, πού θα πάει; (εμφατ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση για κάτι ενοχλητικό, δυσάρεστο που πρέπει να σταματήσει: ~ ~ αυτή η κατάσταση; ~ ~ αυτό το πράγμα/το χάλι;, πού το πας; (προφ.): τι θέλεις να πεις, τι υπονοείς;, τα πάω/πηγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω καλές ή κακές σχέσεις μαζί του: -Πώς τα πας/πάτε με τον φίλο σου; -Μια χαρά! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!, τον πάω (νεαν. αργκό): μου αρέσει: ~ ~ (με χίλια)! Δεν ~ ~ καθόλου/με τίποτα/μία! Πολύ σε ~, δικέ μου!|| Το ~ το καινούργιο σου κινητό! Πβ. κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι. ΣΥΝ. γουστάρω, του πήγε να & του πήγε τρεις και μία (προφ.): αισθάνθηκε μεγάλο φόβο., (κάτι) πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, ας πάει και το παλιάμπελο βλ. παλιάμπελο, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα βλ. αφήνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, δεν (το) πάει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, δεν πάει άλλο! βλ. άλλο, δεν/να πά(ει) να χεστεί! βλ. χέζω, δουλεύει/πάει ρολόι βλ. ρολόι, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, κάνω/πάω να ... βλ. κάνω, κάτι δεν πάει καλά βλ. καλά, κάτι πηγαίνει στραβά βλ. στραβός, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, να πάει και να μη γυρίσει! βλ. γυρίζω, να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον βλ. πουλώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, πάει (για) φούντο βλ. φούντο, πάει άδικα βλ. άδικος, πάει για βρούβες βλ. βρούβα, πάει καπνός βλ. καπνός, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, πάει πακέτο με κάποιον/κάτι βλ. πακέτο, πάει περίπατο βλ. περίπατος, πάει πολύ βλ. πολύ, πάει στον διά(β)ολο/διάλο βλ. διάβολος, πάει στράφι βλ. στράφι, πάει/πηγαίνει άπατος βλ. άπατος, πάει/πηγαίνει τρένο βλ. τρένο, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, πάμε για (έναν) καφέ; βλ. καφές, πάνε μαζί βλ. μαζί, πάω πάσο βλ. πάσο, πάω πίσω βλ. πίσω, πάω φουλ για ... βλ. φουλ, πάω/πηγαίνω κόντρα βλ. κόντρα, πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου βλ. νερό, πάω/πηγαίνω μπροστά βλ. μπροστά, πάω/πηγαίνω προς νερού μου βλ. νερό, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πηγαίνει καλά η μέρα (μου) βλ. μέρα, πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον) βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πηγαίνω μια κόντρα βλ. κόντρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πήγε σπίτι του βλ. σπίτι, πήγε ταμείο βλ. ταμείο, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, πόσο πάει το μαλλί; βλ. μαλλί, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; βλ. βρίσκω, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς πάει; βλ. πώς, σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο, τα λεφτά πάνε στα λεφτά βλ. λεφτά, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, τι θα πει βλ. λέω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ, φιρί φιρί (το) πάει βλ. φιρί φιρί [< μεσν. πηγαίνω < μτγν. ὑπάγω]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

πολιτικά

πολιτικά πο-λι-τι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. (προφ.) θέματα που σχετίζονται με την πολιτική: ενδιαφέρον για τα ~. Ασχολούμαι με τα ~. Βλ. δημόσια πράγματα, κοινά. 2. η πολιτική περιβολή, σε αντιδιαστολή με τη στρατιωτική ή την αστυνομική: αστυφύλακες με ~. ΑΝΤ. στρατιωτικά (τα) [< 1: αρχ. πολιτικά]

προσγειώνω

προσγειώνω προ-σγει-ώ-νω ρ. (μτβ.) {προσγείω-σε, -σει, -θηκα, -θεί, προσγειών-οντας, προσγειω-μένος} 1. κατευθύνω και ακινητοποιώ αεροσκάφος ή άλλο πτητικό μέσο στο έδαφος: Ο κυβερνήτης/πιλότος ~σε το αεροπλάνο με ασφάλεια στον διεθνή αερολιμένα/στην αεροπορική βάση (βλ. τροχοδρομεί). ~θηκε το διαστημικό λεωφορείο/μαχητικό. Πτήσεις τσάρτερ ~θηκαν στο αεροδρόμιο. Πβ. προσεδαφίζω. Βλ. προσ-θαλασσώνω, -σεληνώνω. ΑΝΤ. απογειώνω (1) 2. (μτφ.) κάνω κάποιον να συνειδητοποιήσει μια δεδομένη κατάσταση: ~ουν τις προσδοκίες μας. Η άρνησή της να βγούμε με ~σε (ανώμαλα). Μετά την ήττα η ομάδα ~θηκε απότομα (ΑΝΤ. αεροβατώ, αιθεροβατώ). 3. (μτφ.) μειώνω, συνήθ. την τιμή προϊόντος, ή ρίχνω, πετώ κάτι σε κάποιον: Η εταιρεία ~ει τις τιμές. ~ονται τα κέρδη.|| Δεν δίστασε να ~σει τη μαγκούρα στο κεφάλι του γείτονα. ● Παθ.: προσγειώνομαι: φτάνω από τον αέρα στο έδαφος και κατ' επέκτ. πέφτω κάπου απροσδόκητα: Οι ακροβάτες ~ονται σε προστατευτικά στρώματα. Αλεξιπτωτιστής ~θηκε σε γήπεδο.|| Έχασε την ισορροπία της και ~θηκε στο πάτωμα. Μετεωρίτης ~θηκε στην οροφή σπιτιού. ● ΦΡ.: προσγειώνω κάποιον στην πραγματικότητα: κάνω κάποιον να αποκτήσει συναίσθηση της πραγματικής κατάστασης: ~θηκαν στη σκληρή πραγματικότητα. [< 1, 3: γαλλ. atterrir 2: αγγλ. bring down to earth]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

σκούρος

σκούρος, α, ο [σκοῦρος] σκού-ρος επίθ.: που έχει σκοτεινό χρώμα: ~ος: ουρανός. ~α: άμμος/απόχρωση/κηλίδα/σοκολάτα. ~ο: δέρμα. ~οι: τόνοι/φακοί. ~α: γυαλιά/μαλλιά/μάτια/υφάσματα. ~ο: καφέ (= βεγκέ)/μπλε/πράσινο. Πλένετε τα ~α (ενν. ρούχα) χωριστά. Πβ. βαθύ-, σκοτεινό-, σκουρό-χρωμος. ΑΝΤ. ανοιχτός (7), ανοιχτόχρωμος ● ΦΡ.: σκούρα/ζόρικα τα πράγματα (μτφ.-προφ.): η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη: ~ ~ για τους ... ΣΥΝ. δύσκολοι καιροί για ..., ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια βλ. βρίσκω [< μεσν. σκούρος < ιταλ. oscuro]

συναλλαγή

συναλλαγή συ-ναλ-λα-γή ουσ. (θηλ.) 1. ανταλλαγή χρημάτων, προϊόντων ή υπηρεσιών και γενικότ. κάθε μορφής οικονομική σχέση: ηλεκτρονική/παράνομη/τραπεζική/χρηματιστηριακή ~. Διεθνείς/διεπιχειρησιακές/εγχώριες/εμπορικές/ιδιωτικές/κτηματομεσιτικές/χρηματοπιστωτικές ~ές. Αξία/γνωστοποίηση/δαπάνες/διενέργεια/έλεγχος στοιχείων/ολοκλήρωση/όροι/τέλος ~ής. Ασφάλεια/αύξηση/κάρτα ~ών. ~ σε μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Το ωράριο ~ής του ταμείου είναι ... ΣΥΝ. δοσοληψία (1) 2. (μτφ.) οποιαδήποτε επικοινωνία ή σχέση συνάπτεται για ιδιοτελείς ή αθέμιτους σκοπούς και γενικότ. κάθε κοινωνική επαφή: αντικείμενο/προϊόν ~ής. Κομματική/πολιτική ~. Σκοτεινές/ύποπτες ~ές. Ο πλουτισμός του ήταν αποτέλεσμα ~ής με οικονομικούς παράγοντες. Πβ. αλισβερίσι, πάρε-δώσε. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκαθάριση (των) συναλλαγών βλ. εκκαθάριση, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών βλ. ευρωπαϊκός, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βλ. ισοζύγιο ● ΦΡ.: (πράγματα) εκτός συναλλαγής: ΝΟΜ. που είναι κοινά σε όλους και εξυπηρετούν δημόσιους σκοπούς: Τα λιμάνια και οι δρόμοι είναι ~ ~. [< 1: αρχ. συναλλαγή 2: γαλλ. transaction, αγγλ. traffic]

τάξη

τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]

τζάμπα

τζάμπα τζά-μπα επίρρ. & τσάμπα (προφ.) 1. δωρεάν ή πολύ φτηνά: Το ηχείο το πήρα ~ από ένα φίλο (: μου το χάρισε). (ως επίθ.) ~ φαγητό. Βρήκα ~ εισιτήρια/προσκλήσεις.|| Το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, σχεδόν ~. Πβ. πάμφθηνα.|| ~ δουλεύει (: για πολύ λίγα χρήματα).|| (ως ουσ.) Έχει μάθει/συνηθίσει στο ~. Πβ. τζαμπέ. 2. (μτφ.) μάταια: ~ ο ενθουσιασμός/ο κόπος (= κρίμα, χαράμι· ΑΝΤ. χαλάλι)/η κούραση/η φασαρία. ~ ανησυχείς/ταλαιπωρείσαι/χάνεις την ώρα σου. ~ ήρθαμε, δεν είναι κανείς εδώ. 3. (ως επίθ.) (μτφ.-ειρων.) που δεν έχει βαρύτητα ή συνέπειες, χωρίς αιτία ή κόστος: ~ αντίσταση/κριτική/λόγια/μαγκιά/υποσχέσεις (πβ. ανέξοδος, εύκολος). ~ επαναστάτες.|| Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ~ είναι! ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά βλ. λεφτά ● ΦΡ.: στο τζάμπα (προφ.-ειρων.): χωρίς καθόλου χρήματα ή με πολύ λίγα: Δεν πλήρωσαν είσοδο, μπήκαν ~ ~. Τη βγάζουν ~ ~, πάντα τους κερνάνε., τζάμπα και βερεσέ (προφ.): άδικα, άσκοπα: Τόση δουλειά πήγε ~ ~ (= στράφι)!, τζάμπα κι άδικα (προφ.): χωρίς λόγο, μάταια: ~ ~ στενοχωριέσαι., τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα είναι πάντα ευχάριστο και καλοδεχούμενο., τζάμπα πράμα & πράγμα (προφ.): κυρ. για προϊόν σε πολύ καλή τιμή: Παρ' το, ~ ~ είναι. Βλ. κελεπούρι., τζάμπα μάγκας βλ. μάγκας, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< τουρκ. caba]

τίμιος

τίμιος, α, ο τί-μι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου | (λόγ.) θηλ. τιμία} 1. που χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία και ηθικότητα, έντιμος: ~ος: πολιτικός. Έμπορος ~ στις συναλλαγές του. Είναι ~, κρατάει πάντα τον λόγο του (πβ. εντάξει, συνεπής). Φτωχός, αλλά/πλην ~. ΑΝΤ. άτιμος (1) 2. που γίνεται με δίκαιο, ευθύ, αξιοπρεπή ή νόμιμο τρόπο: ~α: λύση/μοιρασιά/συμφωνία. ~ο: παιχνίδι (= καθαρό· ΑΝΤ. άδικο, ύπουλο). Eίναι άνθρωπος ~ων (= αγαθών, αγνών) προθέσεων.|| ~α: απάντηση/συμπεριφορά. ~ες: κουβέντες (= ντόμπρες, σταράτες).|| ~α: δουλειά/ζωή (= χρηστή). ~ο: μεροκάματο. ~α: χρήματα. ΑΝΤ. ανέντιμος 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. με κεφαλ. Τ) ιερός, άγιος: ~ία: Εσθήτα (της Θεοτόκου)/κάρα/συνοδεία (ιεράρχη). ~α: λείψανα. Η Θεία Ευχαριστία είναι το ~ο Σώμα και Αίμα του Χριστού.|| (γενικότ.) Το ~ο λάβαρο του αγώνα. ● επίρρ.: τίμια & (λόγ.) -ίως: στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: Τίμια/Άγια δώρα (τα): ΕΚΚΛΗΣ. ο άρτος και ο οίνος (στο μυστήριο) της Θείας Ευχαριστίας., Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο, Τίμιος Σταυρός βλ. σταυρός ● ΦΡ.: τίμια/δίκαια πράγματα! (προφ.): ως δήλωση ότι θα γίνει κάτι όπως πρέπει και είναι σωστό, χωρίς να υπάρξει αδικία ή κοροϊδία: Βάζεις το φαγητό, βάζω το κρασί, ~ ~!, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται (τίμια) βλ. καίσαρας [< αρχ. τίμιος]

υπόθεση

υπόθεση [ὑπόθεση] υ-πό-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντικείμενο φροντίδας ή ενασχόλησης· ειδικότ. σοβαρό κυρ. ζήτημα το οποίο απασχολεί τον άνθρωπο ή την κοινωνία: ανδρική/ατομική/γυναικεία/ιδιωτική/κοινωνική/προσωπική ~. Πρέπει να τακτοποιήσω κάποιες οικογενειακές ~έσεις. Το να συνεννοηθείς μαζί του δεν είναι απλή/εύκολη/μικρή ~. (προφ.) Αυτό είναι δική μου ~. Να μην ανακατεύεσαι σε ξένες ~έσεις/στις ~έσεις των άλλων. Κάνεις θέμα για ~ μισής ώρας; Πάντα εγώ γίνομαι/είμαι ο κακός της ~ης.|| Βάσιμη/δημόσια/εθνική/επίμαχη/σκοτεινή ~. Διαλεύκανση/διερεύνηση/έκβαση/εξιχνίαση/επανεξέταση/ιστορικό/ουσία/πτυχή της ~ης. ~ τιμής. Εξελίξεις στην ~ δολοφονίας/της εξαφάνισης (ανηλίκου)/του σκανδάλου/της τρομοκρατίας. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι ~ όλων μας (: μας αφορά όλους). Η ανακαίνιση του κτιρίου είναι δαπανηρή ~. Yπηρεσία Εσωτερικών/Εξωτερικών ~έσεων. Πβ. γεγονός, θέμα, πρόβλημα, συμβάν. 2. οτιδήποτε θεωρείται ως αποδεκτό, δεδομένο ή πραγματικό, προκειμένου να αποτελέσει στη συνέχεια βάση συζήτησης, να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα ή να επαληθευτεί η ορθότητά του: εσφαλμένη/σωστή ~. Έχει διατυπωθεί η ~ ότι … Κάνουμε μόνο ~έσεις (: δεν είμαστε βέβαιοι). Στηρίζομαι σε/συζητώ με ~έσεις. Πβ. εικασία.|| Επιστημονική ~ (= θεωρία). Οι ερευνητές διατύπωσαν την ~ ότι ...|| (ΜΑΘ.) Επαγωγική ~. Βλ. έστω.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μηδενική ~. 3. πλοκή λογοτεχνικού, κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου: ταινία με πρωτότυπη ~. Λίγα λόγια για την ~ (του βιβλίου/της παράστασης). Στη μέση της ~ης (= in medias res· βλ. εγκιβωτισμός). Πβ. ιστορία, στόρι. 4. δίκη ή το αντικείμενό της: αστικές/νομικές/ποινικές ~έσεις. Άλυτες ~έσεις. ~ απάτης/αρχαιοκαπηλίας/εκβίασης/κληρονομιάς/υιοθεσίας. Αναβολή/δικογραφία/εκδίκαση/κλείσιμο/ολοκλήρωση/στοιχεία της ~ης. Κέρδισε/έχασε την ~. Εκκρεμεί η ~ ... Ανοίγει ξανά ο φάκελος της ~ης. Ποιος (δικηγόρος) ανέλαβε την ~; Ήρθαν στο φως νέα στοιχεία για την πολύκροτη ~. 5. ΓΡΑΜΜ. το πρώτο μέρος υποθετικού λόγου, με τη μορφή δευτερεύουσας υποθετικής πρότασης: π.χ. Αν κάνει καλό καιρό αύριο, ... ● ΣΥΜΠΛ.: υπόθεση εργασίας: προτεινόμενη εξήγηση μιας σειράς φαινομένων η οποία γίνεται προσωρινά αποδεκτή ως βάση για περαιτέρω διερεύνηση: κεντρική ~ ~. [< αγγλ. working hypothesis] , αναθεώρηση/αναψηλάφηση της δίκης/της υπόθεσης βλ. αναθεώρηση, χαμένη υπόθεση βλ. χαμένος ● ΦΡ.: το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας & το ... στην υπόθεση είναι ότι ...: για χαρακτηρισμό μιας κατάστασης: Το δύσκολο/κακό/καλό/κουφό/παράδοξο/περίεργο ~ ~ είναι ότι ..., το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, υπόθεση δευτερολέπτων βλ. δευτερόλεπτο [< αρχ. ὑπόθεσις, γαλλ. affaire 2: αγγλ. hypothesis, γαλλ. hypothèse, γερμ. Hypothese]

χαζόπραμα

χαζόπραμα χα-ζό-πρα-μα ουσ. (ουδ.) {χαζοπράγμ-ατα κ. χαζοπράμ-ατα} (προφ.) 1. οτιδήποτε ευτελές ή ανούσιο, ασήμαντο: Πώς δουλεύει αυτό το ~; Βλ. μαραφέτι.|| Μαλώνουν για ~ατα (πβ. μικρο-, ψιλο-πράγματα). Χάνει τον καιρό του με ~ατα. 2. (για πρόσ.) ανόητος, βλάκας.

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

ώρα

ώρα [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.