Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πραματευτής πρα-μα-τευ-τής ουσ. (αρσ.) {-ές κ. -άδες} (παλαιότ.): πλανόδιος έμπορος. ΣΥΝ. γυρολόγος (2) ● ΦΡ.: (βάζει) και η μυλωνού/η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες βλ. μυλωνού [< μεσν. πραματευτής]

μυλωνού

μυλωνού μυ-λω-νού ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): σύζυγος μυλωνά. Βλ. -ού1. ● ΦΡ.: (βάζει) και η μυλωνού/η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες (παροιμ.): σε περιπτώσεις που υπερεκτιμά κάποιος την αξία του εαυτού του ή ενός δικού του ανθρώπου και τον εξισώνει με κάποιον ανώτερό του.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.