Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • πραξικόπημα πρα-ξι-κό-πη-μα ουσ. (ουδ.) {πραξικοπήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. αιφνιδιαστική και παράνομη ανατροπή κυβέρνησης ή πολιτεύματος, συνήθ. με βίαια μέσα, με στόχο την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας: στρατιωτικό ~. ~ της χούντας/των συνταγματαρχών.|| Βελούδινο ~ (: χωρίς αιματοχυσίες). ΣΥΝ. κίνημα (2) 2. (κατ' επέκτ.) ως χαρακτηρισμός για αιφνίδια, αυθαίρετη ή/και δόλια, ενέργεια συνήθ. από κάποια Αρχή: δικαστικό/εκλογικό/νομοθετικό/πολιτικό/συνταγματικό ~. [< γαλλ. coup d'État· μτγν. πραξικοπῶ 'κυριεύω με έφοδο ή προδοσία']
  • πραξικοπηματίας πρα-ξι-κο-πη-μα-τί-ας ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που οργανώνει πραξικόπημα ή συμμετέχει σε αυτό. Πβ. κινηματίας.
  • πραξικοπηματικός , ή, ό πρα-ξι-κο-πη-μα-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται σε πραξικόπημα ή πραξικοπηματία: ~ή: κατάληψη εξουσίας. 2. (μτφ.) που γίνεται αυθαίρετα, αιφνιδιαστικά και συνήθ. δόλια: ~ή: απόφαση. ~ές: κινήσεις/μεθοδεύσεις/πρακτικές. ● επίρρ.: πραξικοπηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.