πραξικόπημα πρα-ξι-κό-πη-μα ουσ. (ουδ.) {πραξικοπήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. αιφνιδιαστική και παράνομη ανατροπή κυβέρνησης ή πολιτεύματος, συνήθ. με βίαια μέσα, με στόχο την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας: στρατιωτικό ~. ~ της χούντας/των συνταγματαρχών.|| Βελούδινο ~ (: χωρίς αιματοχυσίες). ΣΥΝ. κίνημα (2) 2. (κατ' επέκτ.) ως χαρακτηρισμός για αιφνίδια, αυθαίρετη ή/και δόλια, ενέργεια συνήθ. από κάποια Αρχή: δικαστικό/εκλογικό/νομοθετικό/πολιτικό/συνταγματικό ~. [< γαλλ. coup d'État· μτγν. πραξικοπῶ 'κυριεύω με έφοδο ή προδοσία']
πραξικοπηματίας πρα-ξι-κο-πη-μα-τί-ας ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που οργανώνει πραξικόπημα ή συμμετέχει σε αυτό. Πβ. κινηματίας.
πραξικοπηματικός , ή, ό πρα-ξι-κο-πη-μα-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται σε πραξικόπημα ή πραξικοπηματία: ~ή: κατάληψη εξουσίας.2. (μτφ.) που γίνεται αυθαίρετα, αιφνιδιαστικά και συνήθ. δόλια: ~ή: απόφαση. ~ές: κινήσεις/μεθοδεύσεις/πρακτικές. ● επίρρ.: πραξικοπηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.