Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • πρέπει πρέ-πει ρ. {έπρεπε} (απρόσ.) 1. (+ να) επιβάλλεται (από εσωτερική ή εξωτερική ανάγκη, υποχρέωση), χρειάζεται: ~ να λύσουν τις διαφορές τους κατά τρόπο ειρηνικό. ~ να συνεργαστούμε, για να πετύχουμε τους στόχους μας. Δεν ~ να χάνεις τις ελπίδες σου. Όλα όσα ~ να ξέρετε. Τι ~ και τι δεν ~ να κάνετε/νατρώτε. Τι ~ να θυμηθώ/κάνω/προσέξω; ~ να της δοθεί μια ευκαιρία. Η αίτηση ~ να υποβληθεί στην αρμόδια ΔΟΥ. Δεν ~ να κολυμπάμε αμέσως μετά το φαγητό. ~ να αυξηθούν οι δαπάνες για την παιδεία. Προϋποθέσεις που ~ να πληρούν οι υποψήφιοι. ~ να ληφθούν αυστηρά μέτρα. ~ να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις μας. Πιστεύω ότι ~ να ... 2. (με επιρρ. σημ., + να) είναι πολύ πιθανό, είναι σχεδόν βέβαιο: Κάπου ~ να γλίστρησε (= μάλλον, κατά πάσα πιθανότητα γλίστρησε). Δεν ~ να την ξέρω. ~ να το ξέχασε. Η επισκευή ~ να τους κόστισε πολλά. ~ να 'χει πολλά λεφτά.|| (ως απάντηση σε γεγονός που εκπλήσσει:) Θα ~ να αστειεύεσαι (= πλάκα κάνεις)! 3. (+ γεν. προσ. αντων.) αξίζει, ταιριάζει σε κάποιον: Τους δίνεις αξία που δεν τους ~. Δεν της ~ τέτοια ζωή. Πβ. προσήκει.(θα) έπρεπε να 1. (θα) ήταν σωστό, επιβεβλημένο, αρμόζον: Θα ~ ~ ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες/μιλήσει πρώτα μαζί μου. Δεν ~ ~ τον πικράνεις. 2. (θα) ήταν ευχής έργο, χρήσιμο, (θα) άξιζε τον κόπο: ~ ~ να ήσουν εκεί να έβλεπες πόσο χαρούμενη ήταν. Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: πρέπει (τα): οι υποχρεώσεις, ό,τι θεωρείται ή είναι επιβεβλημένο: Ξεχάστε τα ~ και τα μη. Βλ. θέλω (τα). ● ΦΡ.: ό,τι πρέπει (προφ.): ό,τι χρειάζεται, κατάλληλο, ταιριαστό: Ένα ζεστό τσάι είναι ~ ~ (στην περίπτωσή μας)., όπως πρέπει: όπως επιβάλλεται, αρμόζει: Όλα θα γίνουν, ~ ~. Βλ. κατά το δοκούν., όταν πρέπει: όταν χρειαστεί, όταν είναι αναγκαίο: Θα μιλήσω, ~ ~. [< αρχ. πρέπει]
  • πρεπούμενος , η, ο πρε-πού-με-νος επίθ. (προφ.): πρέπων: ο ~ σεβασμός.|| (ως ουσ.) Τα ~α (= τα δίκαια, τα σωστά). [< μεσν. πρεπούμενος]
  • πρέπων , ουσα, ον πρέ-πων επίθ. {πρέπ-οντος, -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): αρμόζων, ενδεδειγμένος, κατάλληλος: ο ~ων: σεβασμός. Η ~ουσα: απάντηση/λύση/συμπεριφορά/τιμή/τιμωρία/φροντίδα. Τα ~οντα μέτρα. Δεν δόθηκε η ~ουσα βαρύτητα/προσοχή/σημασία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η υπόθεση δεν αντιμετωπίστηκε με την ~ουσα σοβαρότητα. Θεώρησα ~ον (= σωστό) να σας ενημερώσω. ΣΥΝ. δέων, προσήκων ΑΝΤ. ανάρμοστος ● Ουσ.: πρέπον (το): το (ηθικά) δίκαιο, το (τυπικά) σωστό: Θα πράξει τα ~οντα (= δέοντα). ● ΦΡ.: κατά το πρέπον: κατά το δέον. [< αρχ. πρέπων]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

κατά

κατά κα-τά πρόθ. (+ αιτ.) & κατ' (μπροστά από φωνήεν) & καθ' (μπροστά από λέξη που παλαιότ. δασυνόταν) δηλώνει: 1. τόπο: (κατεύθυνση) Κατευθύνομαι ~ (= προς) τον βορρά/την πόλη. ~ πού πέφτει αυτό το μέρος; ~ δω/κει.|| (έκταση) ~ γη και ~ θάλασσα. 2. χρόνο: (συχνότητα, επανάληψη) ~ περιόδους.|| (διάρκεια) ~ την απουσία του/τους ελληνιστικούς χρόνους/τις εργάσιμες μέρες και ώρες/τους θερινούς μήνες/τον 3ο π.Χ. αι. Καθ' όλο το 24ωρο.|| (προσέγγιση) ~ την άνοιξη. Θα βρεθούμε ~ το βραδάκι/τις οκτώ. Πβ. περίπου.|| (στιγμή) Έλεγχος ~ την αναχώρηση/έναρξη. Προβλήματα ~ την εγκατάσταση. 3. τρόπο: κατ' αλφαβητική σειρά. 4. (+ γεν.) εναντίωση: πάλη ~ του εγκλήματος. Εκστρατεία ~ του καπνίσματος. Παγκόσμια Ημέρα ~ των Ναρκωτικών. Είμαι ~ του πολέμου (: αντίθετος με τον πόλεμο). Πβ. εναντίον.|| (εχθρική διάθεση) Έρχονταν ~ πάνω μας.|| (ως επίρρ.) Ψηφίζω ~. Πόσοι είναι ~; ΑΝΤ. υπέρ (1) 5. επιμερισμό: τοποθέτηση/χωρισμός ~ ηλικία/φύλο. Εργασία ~ ομάδες. Χρέωση ... ευρώ κατ' άτομο. Φάλαγγα κατ' άνδρα (: ο ένας πίσω από τον άλλο). Κατ' άρθρο ερμηνεία του νόμου. Παραταχθείτε ~ τριάδες! ΣΥΝ. ανά (1) 6. συμφωνία: ~ τη γνώμη μου/τις διατάξεις του νόμου/τα λεγόμενα/τον συγγραφέα ... Πράττω ~ συνείδηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ Λουκάν/Ματθαίον Ευαγγέλιο. 7. αναφορά, σχέση, αναλογία: ταξινόμηση ~ μέγεθος. Προαγωγή κατ' αρχαιότητα. Κάθισμα οδηγού ρυθμιζόμενο καθ' ύψος, απόσταση και κλίση. Διαφέρουν ~ την ηλικία. ΣΥΝ. ως προς.|| (προφ.) ~ τον γονιό κι ο γιος. 8. ποσότητα: ~ δύο κιλά πιο βαρύς/τρία χρόνια μεγαλύτερος. Κατ' ελάχιστο. Πτώση ~ δύο μονάδες. Πουλάει τα προϊόντα ~ πολύ φτηνότερα.|| (έναρθρο) Αξιολογείται/ελέγχεται το ~ πόσο έχει τα προσόντα. ● Ουσ.: κατά (τα): αρνητικά στοιχεία, μειονεκτήματα: τα υπέρ και τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: κατά πώς βλ. καταπώς., κατά τι: σε μικρό βαθμό, λίγο, κάπως: Ο πληθυσμός είναι ~ ~ περισσότερος σε σχέση με ... ~ ~ ακριβότερο από πέρσι θα είναι το γιορτινό τραπέζι. Τα έξοδα προβλέπεται να αυξηθούν ~ ~., (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς βλ. εαυτός, (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη βλ. ψεύδος, ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ανά/κατ' έτος βλ. έτος, ανά/κατά ζεύγη βλ. ζεύγος, από/κατά σύμπτωση βλ. σύμπτωση, εκ συστήματος/κατά σύστημα βλ. σύστημα, εν πρώτοις/κατά πρώτον βλ. πρώτος, επί λέξει βλ. λέξη, καθ' εκάστην βλ. έκαστος, καθ' έξιν βλ. έξη, καθ' οδόν βλ. οδός, καθ' ολοκληρία(ν) βλ. ολοκληρία, καθ' υπαγόρευση βλ. υπαγόρευση, καθ' υπέρβαση βλ. υπέρβαση, καθ' υπόδειξη βλ. υπόδειξη, καθ΄ο/καθ' α βλ. ος, η, ο, καθ’ υποβολή(ν) βλ. υποβολή, καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό βλ. εαυτός, κατ' ακολουθία(ν) βλ. ακολουθία, κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης βλ. ανάγκη, κατ' αναλογία βλ. αναλογία, κατ' αντιζυγία βλ. αντιζυγία, κατ' αντιμωλία(ν) βλ. αντιμωλία, κατ' αντιπαράθεση βλ. αντιπαράθεση, κατ' αντιπαράσταση βλ. αντιπαράσταση, κατ' αποκοπή(ν) βλ. αποκοπή, κατ' απομίμηση βλ. απομίμηση, κατ' έγκληση βλ. έγκληση, κατ' έθος βλ. έθος, κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν βλ. εικόνα, κατ' εκλογή(ν) βλ. εκλογή, κατ' εκτίμηση βλ. εκτίμηση, κατ' εμέ βλ. εγώ, κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών βλ. εντολή, κατ' εξαίρεση βλ. εξαίρεση, κατ' εξακολούθηση βλ. εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα βλ. επάγγελμα, κατ' επανάληψη βλ. επανάληψη, κατ' επέκταση βλ. επέκταση, κατ' επιλογή(ν) βλ. επιλογή, κατ' επίφαση βλ. επίφαση, κατ' έτος βλ. έτος, κατ' ευφημισμό(ν) βλ. ευφημισμός, κατ' ευχήν βλ. ευχή, κατ' εφαρμογή βλ. εφαρμογή, κατ' ιδίαν βλ. ίδιος1, κατ' ισομοιρία βλ. ισομοιρία, κατ' οίκον βλ. οίκος, κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, κατ' οικονομία(ν) βλ. οικονομία, κατ' όνομα βλ. όνομα, κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά (/στο) βάθος βλ. βάθος, κατά (γενικό) κανόνα βλ. κανόνας, κατά (ένα) μεγάλο μέρος βλ. μέρος, κατά βάση βλ. βάση, κατά βούληση βλ. βούληση, κατά γράμμα βλ. γράμμα, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά διαλείμματα βλ. διάλειμμα, κατά διαστήματα βλ. διάστημα, κατά καιρούς βλ. καιρός, κατά κάποιο(ν) τρόπο βλ. τρόπος, κατά κεφαλή(ν) βλ. κεφαλή, κατά κόρον βλ. κόρος1, κατά κόσμον βλ. κόσμος, κατά κράτος βλ. κράτος, κατά κρημνών βλ. κρημνός, κατά κύματα βλ. κύμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κατά κυριολεξία βλ. κυριολεξία, κατά λάθος βλ. λάθος, κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα, κατά μέσο(ν) όρο βλ. μέσος, κατά μέτωπο(ν) βλ. μέτωπο, κατά μήκος βλ. μήκος, κατά μόνας βλ. μόνας, κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου βλ. νόμος, κατά παντός κινδύνου βλ. κίνδυνος, κατά παντός υπευθύνου βλ. υπεύθυνος, κατά παράβαση βλ. παράβαση, κατά παραγγελία βλ. παραγγελία, κατά παράδοση βλ. παράδοση, κατά παράλειψη βλ. παράλειψη, κατά παραχώρηση βλ. παραχώρηση, κατά πάσα πιθανότητα βλ. πιθανότητα, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, κατά περίπτωση βλ. περίπτωση, κατά περίσταση/κατά τις περιστάσεις βλ. περίσταση, κατά πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, κατά προέκταση βλ. προέκταση, κατά προσέγγιση βλ. προσέγγιση, κατά πρόσωπο βλ. πρόσωπο, κατά προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, κατά προτίμηση βλ. προτίμηση, κατά στάδια βλ. στάδιο, κατά σύμβαση βλ. σύμβαση, κατά συνεκδοχή βλ. συνεκδοχή1, κατά συνέπεια βλ. συνέπεια, κατά συνθήκη(ν) βλ. συνθήκη, κατά συρροή(ν) βλ. συρροή, κατά τα άλλα βλ. άλλος, κατά τα φαινόμενα βλ. φαινόμενο, κατά τα/στα μέσα βλ. μέσα, κατά ταύτα βλ. ταύτα, κατά τεκμήριο βλ. τεκμήριο, κατά τη διάρκεια βλ. διάρκεια, κατά την άσκηση βλ. άσκηση, κατά το δέον/τα δέοντα βλ. δέων, κατά το δοκούν βλ. δοκούν, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, κατά το εικός βλ. εικός, κατά το ειωθός/κατά τα ειωθότα βλ. ειωθός, κατά το ήμισυ βλ. ήμισυς, κατά το κοινώς λεγόμενο(ν) βλ. λεγόμενος, κατά το μάλλον ή ήττον βλ. μάλλον, κατά το πλείστον βλ. πλείστοι, κατά το πρέπον βλ. πρέπων, κατά το σύνηθες βλ. συνήθης, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κατά τόπους βλ. τόπος, κατά τύχη βλ. τύχη, κατά φαντασία(ν) βλ. φαντασία, κατά φαντασία(ν) ασθενής βλ. φαντασία, κατά φύσιν/φύση βλ. φύση, κατά φωνή κι ο γάιδαρος βλ. γάιδαρος, κατά χάριν/χάρη βλ. χάρις, κατά Χριστόν βλ. Χριστός, κατά χώραν βλ. χώρα, καταρχάς βλ. αρχή, καταρχήν βλ. αρχή, με/κατά/σε σειρά βλ. σειρά, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, ολίγον κατ' ολίγον βλ. ολίγον, ούτε κατά διάνοια βλ. διάνοια, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, παίρνω (κάποιον) κατά μέρος βλ. μέρος, σε αντιδιαστολή με/προς βλ. αντιδιαστολή, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος, σε/(λόγ.) κατ' αποκλειστικότητα βλ. αποκλειστικότητα, σε/ανά/κατά τακτά χρονικά διαστήματα βλ. διάστημα, τα καθ' ημάς βλ. ημείς, το ελάχιστο(ν) βλ. ελάχιστο, το κατά δύναμη βλ. δύναμη [< αρχ. κατά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.