Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρεσάρω πρε-σά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πρεσάρι-σα, -στηκα, -στεί, πρεσάρ-οντας, πρεσαρι-σμένος} (προφ.) 1. (μτφ.) ασκώ έντονη πίεση, κυρ. ψυχολογική ή σωματική: Μη με ~εις! Είναι πολύ ~σμένος (με τη δουλειά του).|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ:) Παίκτης που ~ει σκληρά τον αντίπαλο. Πβ. τζαρτζάρω. 2. πιέζω κυρ. με πρέσα: Μηχάνημα που ~ει ρούχα. [< 1: αγγλ. press 2: ιταλ. pressare]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.