πρεσβεία πρε-σβεί-α ουσ. (θηλ.) 1. μόνιμη διπλωματική αντιπροσωπεία ενός κράτους σε πρωτεύουσα ξένης χώρας· συνεκδ. το οίκημα στο οποίο στεγάζεται η σχετική υπηρεσία. Βλ. προξενείο.2. (παλαιότ.) σύνολο πρεσβευτών ή αντιπροσώπων που αποστέλλονται για τη διαπραγμάτευση ενός θέματος. [< αρχ. πρεσβεία ‘αποστολή πρέσβεων’ 1: γαλλ. ambassade, αγγλ. embassy]
πρεσβεία [πρεσβεῖα] πρε-σβεί-α ουσ. (ουδ.) (τα) (λόγ.): απόδοση τιμών σε πρόσωπα μεγάλης ηλικίας ή ανώτερα στην ιεραρχία, κυρ. σε κληρικούς: ~ της χειροτονίας. Τα ~ τιμής. [< αρχ. τά πρεσβεῖα]
προξενείο
προξενείο[προξενεῖο] προ-ξε-νεί-ο ουσ. (ουδ.): κτίριο της προξενικής Αρχής και συνεκδ. η σχετική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών: γενικό/επίτιμο/πολιτιστικό ~. Έκδοση διαβατηρίων από το ~. Βλ. πρεσβεία, υπο~. [< γαλλ. consulat]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.