Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πρεσβεία πρε-σβεί-α ουσ. (θηλ.) 1. μόνιμη διπλωματική αντιπροσωπεία ενός κράτους σε πρωτεύουσα ξένης χώρας· συνεκδ. το οίκημα στο οποίο στεγάζεται η σχετική υπηρεσία. Βλ. προξενείο. 2. (παλαιότ.) σύνολο πρεσβευτών ή αντιπροσώπων που αποστέλλονται για τη διαπραγμάτευση ενός θέματος. [< αρχ. πρεσβεία ‘αποστολή πρέσβεων’ 1: γαλλ. ambassade, αγγλ. embassy]
  • πρεσβεία [πρεσβεῖα] πρε-σβεί-α ουσ. (ουδ.) (τα) (λόγ.): απόδοση τιμών σε πρόσωπα μεγάλης ηλικίας ή ανώτερα στην ιεραρχία, κυρ. σε κληρικούς: ~ της χειροτονίας. Τα ~ τιμής. [< αρχ. τά πρεσβεῖα]

προξενείο

προξενείο[προξενεῖο] προ-ξε-νεί-ο ουσ. (ουδ.): κτίριο της προξενικής Αρχής και συνεκδ. η σχετική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών: γενικό/επίτιμο/πολιτιστικό ~. Έκδοση διαβατηρίων από το ~. Βλ. πρεσβεία, υπο~. [< γαλλ. consulat]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.