πρεσβευτής πρε-σβευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κλητ. πρεσβευτά} 1. πρέσβης. 2. (μτφ.) εκπρόσωπος μιας χώρας στο εξωτερικό, κυρ. σε τομείς όπως ο αθλητισμός, η επιστήμη, ο πολιτισμός, το εμπόριο: άξιοι ~ές του ελληνισμού. Οι καλύτεροι ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: πρέσβης/πρέσβειρα καλής θελήσεως βλ. πρέσβης [< αρχ. πρεσβευτής, γαλλ. ambassadeur]
πρέσβης
πρέσβης πρέ-σβης ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-η (λόγ.) -εως (θηλ. -εως) | -εις, -εων} & πρέσβειρα (η) & (λόγ.) πρέσβυς (ο) 1. προϊστάμενος πρεσβείας, ανώτερος διπλωμάτης εξουσιοδοτημένος να αντιπροσωπεύει μία χώρα στο εξωτερικό: ~ επί τιμή (συντομ.) ε.τ. (: τιμητικός τίτλος που απονέμεται σε συνταξιούχο πρέσβη· επίτιμος). ~ εκ προσωπικοτήτων (: που δεν προέρχεται από το διπλωματικό σώμα). Ανάκληση ~η. Διαπιστευμένοι ~εις. Έκτακτος και πληρεξούσιος ~. Διετέλεσε/διορίστηκε ~. Ο ~ της ... επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε επίπεδο ~εων. Πβ. διπλωματικός αντιπρόσωπος. Βλ. πρόξενος. ΣΥΝ. πρεσβευτής (1) 2. {κυρ. στο θηλ. πρέσβειρα} (μτφ.) άξιος εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος: ~ειρα ομορφιάς/πολιτισμού. ~ειρα της εταιρείας καλλυντικών ... ● ΣΥΜΠΛ.: πρέσβης/πρέσβειρα καλής θελήσεως & πρεσβευτής καλής θελήσεως: εκπρόσωπος κράτους ή οργανισμού σε άλλες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς με στόχο συνήθ. τη βελτίωση των διακρατικών σχέσεων, την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας: ~ειρα ~ ~ του ΟΗΕ/της ΟΥΝΕΣΚΟ/της UNICEF. [< αγγλ. ambassador of good will] [< αρχ. πρέσβυς, πρέσβειρα 'γυναίκα μεγάλης ηλικίας', γαλλ. ambassadeur]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.