Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρεσβευτικός , ή, ό πρε-σβευ-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πρεσβευτή ή την πρεσβεία: ~ός: βαθμός. ~ή: κατοικία/συνδιάσκεψη. ~ές: αρχές. Βλ. προξενικός. [< μτγν. πρεσβευτικός]

προξενικός

προξενικός, ή, ό προ-ξε-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το προξενείο ή τον πρόξενο: ~ός: λιμενάρχης/υπάλληλος. ~ή: Αρχή/εγκύκλιος/θεώρηση (εγγράφου)/προστασία/συνδρομή/συνεργασία/υπηρεσία. ~ό: γραφείο/δίκαιο/σώμα. ~ές: υποθέσεις. ~ά: θέματα. ● ΣΥΜΠΛ.: προξενική σύμβαση: που συνάπτεται μεταξύ δύο κρατών, κυρ. για τον καθορισμό της διαδικασίας ίδρυσης προξενείων και διορισμού των προξένων, καθώς και για τον προσδιορισμό των καθηκόντων τους., προξενικός πράκτορας βλ. πράκτορας [< μτγν. προξενικός, γαλλ. consulaire ] ΠΡΟΞΕΝΙΚΟΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.