Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πριμιτίφ πρι-μι-τίφ επίθ. {άκλ.} & πριμιτίβ : ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (για καλλιτέχνη, συνήθ. αυτοδίδακτο) που η απλοϊκή τέχνη του έχει τα γνωρίσματα του πριμιτιβισμού: ~ ζωγράφοι. Πβ. ναΐφ. [< γαλλ. primitif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.