πριονίζω πρι-ο-νί-ζω ρ. (μτβ.) {πριόνι-σα, -στηκε, -σμένος, πριονίζ-οντας} 1. κόβω με πριόνι: ~ δέντρα/ξύλα.2. (μτφ.) υπονομεύω, υποσκάπτω, φθείρω αργά και μεθοδικά: ~ουν τα δικαιώματά τους/τη θέση του. ● ΦΡ.: πριονίζω το κλαδί (πάνω) στο οποίο κάθεται (κάποιος)/την καρέκλα (κάποιου) βλ. κλαδί [< 1: μεσν. πριονίζω]
κλαδί
κλαδί κλα-δί ουσ. (ουδ.) {κλαδ-ιού}: ΒΟΤ. καθένα από τα ξυλώδη τμήματα που αναπτύσσονται από τον κορμό ενός δέντρου ή θάμνου και φέρουν φύλλα και συνήθ. άνθη ή καρπούς: ανθισμένα/γυμνά/καμένα/ξερά/σπασμένα/πράσινα/πυκνά ~ιά. ~ αμυγδαλιάς/πεύκου/φοίνικα/φτέρης. Κόψιμο των ~ιών (= κλάδεμα). Πουλιά που πετούν από ~ σε ~. Πβ. βέργα, θαλλός, κλάδος, κλαρί, κλωνάρι, κλώνος. Βλ. ξερό-, χαμό-κλαδο, κληματίδα, παρακλάδι. ● Υποκ.: κλαδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κλάδος ελαίας/κλαδί ελιάς βλ. ελαία ● ΦΡ.: πριονίζω το κλαδί (πάνω) στο οποίο κάθεται (κάποιος)/την καρέκλα (κάποιου) (μτφ.): υπονομεύω τη θέση του., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί βλ. αφήνω [< μεσν. κλαδί(ν)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.