Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πριόνισμα πρι-ό-νι-σμα ουσ. (ουδ.) {πριονίσμ-ατος} & (σπάν.) πριονισμός (ο) 1. κόψιμο με πριόνι: ~ ξύλου. Πάγκος ~ατος. ΣΥΝ. πρίση 2. (μτφ.) υπονόμευση, σταδιακή και μεθοδική αποδυνάμωση της εξουσίας, της θέσης κάποιου. [< μεσν. πριόνισμα 'πριονίδι']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.