Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προέμβασμα προ-έμ-βα-σμα ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. προκαταβολική αποστολή χρημάτων και συνεκδ. το ποσό που στέλνεται εκ των προτέρων: πληρωμή της παραγγελίας με ~ ή αντικαταβολή. Βλ. προπληρωμή.

προπληρωμή

προπληρωμή προ-πλη-ρω-μή ουσ. (θηλ.): πληρωμή εκ των προτέρων: ~ ασφαλίστρων/επιδόματος/κόστους/ποσού/συνδρομής. Ένταλμα ~ής. Πβ. προεξόφληση, προκαταβολή. Βλ. προέμβασμα. [< γαλλ. paiement d΄avance]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.