Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προαγοράζω προ-α-γο-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {προαγόρα-σα, -στηκε, -σμένος, προαγοράζ-οντας}: αγοράζω προϊόν, η παράδοση ή χρήση του οποίου θα γίνει σε μεταγενέστερο και εκ των προτέρων συμφωνημένο χρόνο. Βλ. προπωλώ. [< μτγν. προαγοράζω]

προπωλώ

προπωλώ [προπωλῶ] προ-πω-λώ ρ. (μτβ.) {προπωλ-εί, -ώντας | προπώλ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: πουλώ κάτι από πριν: Εισιτήρια ~ούνται στα εκδοτήρια/στο ταμείο του θεάτρου. [< αρχ. προπωλῶ ‘μεσιτεύω σε κάποια πώληση’, γαλλ. vendre par avance]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.