Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προαπαιτώ [προαπαιτῶ] προ-α-παι-τώ ρ. (μτβ.) {προαπαιτ-εί, -ώντας | προαπαίτ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος} (λόγ.): απαιτώ κάτι από πριν, θέτω ως όρο ή προϋπόθεση: Για τη συγκεκριμένη θέση ~ούνται ειδικές γνώσεις/τα εξής προσόντα ... Για τις εργαστηριακές εξετάσεις, ~είται (= προϋποτίθεται έγκριση από το (ασφαλιστικό) Ταμείο. [< μτγν. προαπαιτῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.