Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προαυλίζομαι προ-αυ-λί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {προαυλίστηκε | συνήθ. στο γ΄ πρόσ.} (επίσ.): (συνήθ. για φυλακισμένους ή έγκλειστους σε ίδρυμα) βγαίνω στο προαύλιο: Οι κρατούμενοι ~ονται ανά δύο/μόνοι τους.|| Οι ασθενείς ~ονται κάθε μέρα.|| (σπανιότ.) Οι μαθητές ~ονται σ' έναν μικρό χώρο. [< μτγν. προαυλίζομαι ‘στρατοπεδεύω μπροστά’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.