Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προβάδισμα προ-βά-δι-σμα ουσ. (ουδ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος προηγείται των ανταγωνιστών του· πρώτη θέση, υπεροχή: σταθερό ~. Παγιώνεται το ~ του κόμματος στα γκάλοπ. Νέες δημοσκοπήσεις δίνουν ~ έξι (ποσοστιαίων) μονάδων στο(ν) ... ~ πρόκρισης/τίτλου για την Εθνική ποδοσφαίρου. Η εκπομπή διατηρεί το ~ στις προτιμήσεις του κοινού. Πβ. πρωτοπορία. [< γαλλ. précédence]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.